- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀγεννής?

3군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: agennēs 고전 발음: [아겐네:] 신약 발음: [아갠네]

기본형: ἀγεννής ἀγεννές

형태분석: ἀγεννη (어간) + ς (어미)

어원: γέννα

  1. of no family, low-born
  2. low-minded
  3. illiberal, sordid

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 ἀγεννής

(이)가

ἄγεννες

(것)가

속격 ἀγεννούς

(이)의

ἀγέννους

(것)의

여격 ἀγεννεί

(이)에게

ἀγέννει

(것)에게

대격 ἀγεννή

(이)를

ἄγεννες

(것)를

호격 ἀγεννές

(이)야

ἄγεννες

(것)야

쌍수주/대/호 ἀγεννεί

(이)들이

ἀγέννει

(것)들이

속/여 ἀγεννοίν

(이)들의

ἀγέννοιν

(것)들의

복수주격 ἀγεννείς

(이)들이

ἀγέννη

(것)들이

속격 ἀγεννών

(이)들의

ἀγέννων

(것)들의

여격 ἀγεννέσι(ν)

(이)들에게

ἀγέννεσι(ν)

(것)들에게

대격 ἀγεννείς

(이)들을

ἀγέννη

(것)들을

호격 ἀγεννείς

(이)들아

ἀγέννη

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐπεὶ δέ σοι μετέδοξε βελτίω ταῦτα εἶναι καὶ τὴν μὲν ἐλευθερίαν μακρὰ χαίρειν ἐᾶν, ζηλῶσαι δὲ τὸ ἀγεννέστατον ἐκεῖνο ἰαμβεῖον ὅπου τὸ κέρδος, παρὰ φύσιν δουλευτέον, ὁρ´α ὅπως μηδεὶς ἔτι ἀκούσεταί σου ἀναγινώσκοντος αὐτό, ἀλλὰ μηδὲ ἄλλῳ παράσχῃς τῶν τὸν παρόντα σου βίον ὁρώντων ἐπελθεῖν τὰ γεγραμμένα, εὔχου δὲ Ἑρμῇ τῷ χθονίῳ καὶ τῶν ἀκηκοότων πρότερον πολλὴν λήθην κατασκεδάσαι, ἢ δόξεις τῷ τοῦ Κορινθίου μύθου ταὐτόν τι πεπονθέναι, κατὰ σαυτοῦ ὁ Βελλεροφόντης γεγραφὼς τὸ βιβλίον: (Lucian, Apologia 9:2)

    (루키아노스, Apologia 9:2)

  • καὶ πολύ γε, οἶμαι, πρότερον τοῦ γελᾶν πρὸς ἑαυτὸν ἐξετάσει πότερον εὐσεβεῖς αὐτοὺς χρὴ καλεῖν ἢ τοὐναντίον θεοῖς ἐχθροὺς καὶ κακοδαίμονας, οἵ γε οὕτω ταπεινὸν καὶ ἀγεννὲς τὸ θεῖον ὑπειλήφασιν ὥστε εἶναι ἀνθρώπων ἐνδεὲς καὶ κολακευόμενον ἥδεσθαι καὶ ἀγανακτεῖν ἀμελούμενον. (Lucian, De sacrificiis, (no name) 1:3)

    (루키아노스, De sacrificiis, (no name) 1:3)

  • ἢν δὲ ἀγεννέστερος καὶ ταπεινότερος, προσίεται μὲν καὶ προσμειδιᾷ τοῖς χείλεσιν ἄκροις, μισεῖ δὲ καὶ λάθρᾳ τοὺς ὀδόντας διαπρίει καί, ὡς ὁ ποιητής φησι, βυσσοδομεύει τὴν. (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 24:1)

    (루키아노스, Calumniae non temere credundum, (no name) 24:1)

  • ἕτερος δέ τις οὐκ ἀγεννὴς λόγος, ἀλλὰ καὶ πάνυ γενναῖος, ὥς φησι, καὶ μεταξύ μου λέγοντος ὑπέκρουε καὶ διακόπτειν ἐπειρᾶτο τὴν ῥῆσιν καὶ ἐπειδὴ πέπαυμαι, οὐκ ἀληθῆ ταῦτα λέγειν φησὶ με, ἀλλὰ θαυμάζειν, εἰ φάσκοιμι ἐπιτηδειότερον εἶναι πρὸς λόγων ἐπίδειξιν οἴκου κάλλος γραφῇ καὶ χρυσῷ κεκοσμημένον αὐτὸ γάρ που τοὐναντίον ἀποβαίνειν. (Lucian, De Domo, (no name) 14:1)

    (루키아노스, De Domo, (no name) 14:1)

  • ἐπεὶ γὰρ ὁ Φαβωρῖνος ἀκούσας τινὸς ὡς ἐν γέλωτι ποιοῖτο τὰς ὁμιλίας αὐτοῦ καὶ μάλιστα τῶν ἐν αὐταῖς μελῶν τὸ ἐπικεκλασμένον σφόδρα ὡς ἀγεννὲς καὶ γυναικεῖον καὶ φιλοσοφίᾳ ἥκιστα πρέπον, προσελθὼν ἠρώτα τὸν Δημώνακτα, τίς ὢν χλευάζοι τὰ αὐτοῦ: (Lucian, (no name) 12:2)

    (루키아노스, (no name) 12:2)

  • ἀληθῆ ταῦτά φασιν, πάτερ, ὡς ἐμβάλοι τις φέρων αὑτὸν εἰς τὸ πῦρ κατέναντι Ὀλυμπίων, ἤδη πρεσβύτης ἄνθρωπος, οὐκ ἀγεννὴς θαυματοποιὸς τὰ τοιαῦτα· (Lucian, Fugitivi, (no name) 1:1)

    (루키아노스, Fugitivi, (no name) 1:1)

  • ἐγὼ δὲ - ἀγεννὴς γὰρ καὶ δειλός εἰμι - ἐκστήσομαι τῆς ὁδοῦ ὑμῖν καὶ παύσομαι τῇ Ῥητορικῇ ἐπιπολάζων, ἀσύμβολος ὢν πρὸς αὐτὴν τὰ ὑμέτερα: (Lucian, Rhetorum praeceptor, (no name) 15:3)

    (루키아노스, Rhetorum praeceptor, (no name) 15:3)

  • τοῦτο γὰρ αἴτιόν ἐστιν ἐκείνου καὶ οὗτός ἐστιν ὁ φόβος τοῦ ἄρχοντος φιλάνθρωπος καὶ οὐκ ἀγεννής: (Plutarch, Ad principem ineruditum, chapter, section 4 5:3)

    (플루타르코스, Ad principem ineruditum, chapter, section 4 5:3)

  • οἱ μὲν οὖν ἄλλοι κατεπεπλήγεσαν οἱ λοχαγοὶ καὶ οἱ ταξίαρχοι καὶ ὁ ἡγεμὼν αὐτὸς καίτοι οὐκ ἀγεννὴς ἄνθρωπος ὤν: (Lucian, Dialogi meretricii, 2:4)

    (루키아노스, Dialogi meretricii, 2:4)

유의어

  1. of no family

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION