헬라어 단어 색인 Language

'형용사'에 속하는 헬라어 단어 (12139)

ἀδηφάγος
(형용사), 식욕이 왕성한, 대식하는, 소비하는##비싼, 고가의, 매우 비싼
ἀδῄωτος
(형용사), not ravaged
ἀδιάβατος
(형용사), not to be passed
ἀδιάβλητος
(형용사), not listening to slander
ἀδιάθετος
(형용사), 유언을 남기지 않은
ἀδιάκριτος
(형용사), 우유부단한, 망설이는
ἀδιάλειπτος
(형용사), 끊임없은, 끊임없는, 그칠 새 없는
ἀδιάλυτος
(형용사), undissolved, indissoluble
ἀδίαντος
(형용사), unwetted##maiden-hair
ἀδίαυλος
(형용사), with no way back
ἀδιάφθαρτος
(형용사),
ἀδιάφθορος
(형용사), 순수한, 타락하지 않은##불후의, 난공불락의##부패하지 않은, 불후의
ἀδίδακτος
(형용사), 무식한, 어린, 무지한##학문이 없는, 미숙한##타고난, 무식한
ἀδιέξοδος
(형용사), unable to get out
ἀδιερεύνητος
(형용사), unquestioned
ἀδιήγητος
(형용사), indescribable
ἀδίκαστος
(형용사), 우유부단한, 망설이는
ἀδικητέος
(형용사), one must do wrong
ἄδικος
(형용사), 부당한, 불공평한##그른
ἀδινός
(형용사), ##복잡한, 꽉 찬, 바쁜, 가득 찬##시끄러운, 야한, 열정적인, 정력적인, 맹렬한, 강행의, 불에 의한
ἀδιόρθωτος
(형용사), not corrected, not set right, unrevised
ἀδίστακτος
(형용사), not doubted
ἄδιψος
(형용사), not suffering from thirst
ἀδμής
(형용사), 길들지 않은, 거친##
ἄδμητος
(형용사), 연속된, 연속적인##
ἀδνός
(형용사), 순수한, 거룩한, 맑은
ἀδόκητος
(형용사), 갑작스러운, 예기치 않은, 뜻밖의
ἀδοκίμαστος
(형용사), 시도되지 않은, 확인되지 않은, 시험되지 않은
ἀδόκιμος
(형용사), 가짜의, 거짓의, 허위의##타락한, 고약한, 불량한
ἄδολος
(형용사), ##순수한, 맑은, 순, 본격적, 순결한

SEARCH

MENU NAVIGATION