헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσδοκάω

α 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσδοκάω προσδοκήσω προσεδόκησα

형태분석: προς (접두사) + δοκά (어간) + ω (인칭어미)

  1. 기대하다, 예상하다, 기다리다
  2. 생각하다, 가정하다, 판단하다
  3. 기대하다, 예상하다, 기다리다
  1. to expect, to expect that...
  2. (with infinitive) to think, suppose
  3. (with accusative of object) to expect, look for a thing
  4. (absolute)
  5. (passive voice)
  6. (passive voice)

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσδόκω

(나는) 기대한다

προσδόκᾳς

(너는) 기대한다

προσδόκᾳ

(그는) 기대한다

쌍수 προσδόκᾱτον

(너희 둘은) 기대한다

προσδόκᾱτον

(그 둘은) 기대한다

복수 προσδόκωμεν

(우리는) 기대한다

προσδόκᾱτε

(너희는) 기대한다

προσδόκωσιν*

(그들은) 기대한다

접속법단수 προσδόκω

(나는) 기대하자

προσδόκῃς

(너는) 기대하자

προσδόκῃ

(그는) 기대하자

쌍수 προσδόκητον

(너희 둘은) 기대하자

προσδόκητον

(그 둘은) 기대하자

복수 προσδόκωμεν

(우리는) 기대하자

προσδόκητε

(너희는) 기대하자

προσδόκωσιν*

(그들은) 기대하자

기원법단수 προσδόκῳμι

(나는) 기대하기를 (바라다)

προσδόκῳς

(너는) 기대하기를 (바라다)

προσδόκῳ

(그는) 기대하기를 (바라다)

쌍수 προσδόκῳτον

(너희 둘은) 기대하기를 (바라다)

προσδοκῷτην

(그 둘은) 기대하기를 (바라다)

복수 προσδόκῳμεν

(우리는) 기대하기를 (바라다)

προσδόκῳτε

(너희는) 기대하기를 (바라다)

προσδόκῳεν

(그들은) 기대하기를 (바라다)

명령법단수 προσδο͂κᾱ

(너는) 기대해라

προσδοκᾶτω

(그는) 기대해라

쌍수 προσδόκᾱτον

(너희 둘은) 기대해라

προσδοκᾶτων

(그 둘은) 기대해라

복수 προσδόκᾱτε

(너희는) 기대해라

προσδοκῶντων, προσδοκᾶτωσαν

(그들은) 기대해라

부정사 προσδόκᾱν

기대하는 것

분사 남성여성중성
προσδοκων

προσδοκωντος

προσδοκωσα

προσδοκωσης

προσδοκων

προσδοκωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσδόκωμαι

(나는) 기대된다

προσδόκᾳ

(너는) 기대된다

προσδόκᾱται

(그는) 기대된다

쌍수 προσδόκᾱσθον

(너희 둘은) 기대된다

προσδόκᾱσθον

(그 둘은) 기대된다

복수 προσδοκῶμεθα

(우리는) 기대된다

προσδόκᾱσθε

(너희는) 기대된다

προσδόκωνται

(그들은) 기대된다

접속법단수 προσδόκωμαι

(나는) 기대되자

προσδόκῃ

(너는) 기대되자

προσδόκηται

(그는) 기대되자

쌍수 προσδόκησθον

(너희 둘은) 기대되자

προσδόκησθον

(그 둘은) 기대되자

복수 προσδοκώμεθα

(우리는) 기대되자

προσδόκησθε

(너희는) 기대되자

προσδόκωνται

(그들은) 기대되자

기원법단수 προσδοκῷμην

(나는) 기대되기를 (바라다)

προσδόκῳο

(너는) 기대되기를 (바라다)

προσδόκῳτο

(그는) 기대되기를 (바라다)

쌍수 προσδόκῳσθον

(너희 둘은) 기대되기를 (바라다)

προσδοκῷσθην

(그 둘은) 기대되기를 (바라다)

복수 προσδοκῷμεθα

(우리는) 기대되기를 (바라다)

προσδόκῳσθε

(너희는) 기대되기를 (바라다)

προσδόκῳντο

(그들은) 기대되기를 (바라다)

명령법단수 προσδόκω

(너는) 기대되어라

προσδοκᾶσθω

(그는) 기대되어라

쌍수 προσδόκᾱσθον

(너희 둘은) 기대되어라

προσδοκᾶσθων

(그 둘은) 기대되어라

복수 προσδόκᾱσθε

(너희는) 기대되어라

προσδοκᾶσθων, προσδοκᾶσθωσαν

(그들은) 기대되어라

부정사 προσδόκᾱσθαι

기대되는 것

분사 남성여성중성
προσδοκωμενος

προσδοκωμενου

προσδοκωμενη

προσδοκωμενης

προσδοκωμενον

προσδοκωμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσδοκήσω

(나는) 기대하겠다

προσδοκήσεις

(너는) 기대하겠다

προσδοκήσει

(그는) 기대하겠다

쌍수 προσδοκήσετον

(너희 둘은) 기대하겠다

προσδοκήσετον

(그 둘은) 기대하겠다

복수 προσδοκήσομεν

(우리는) 기대하겠다

προσδοκήσετε

(너희는) 기대하겠다

προσδοκήσουσιν*

(그들은) 기대하겠다

기원법단수 προσδοκήσοιμι

(나는) 기대하겠기를 (바라다)

προσδοκήσοις

(너는) 기대하겠기를 (바라다)

προσδοκήσοι

(그는) 기대하겠기를 (바라다)

쌍수 προσδοκήσοιτον

(너희 둘은) 기대하겠기를 (바라다)

προσδοκησοίτην

(그 둘은) 기대하겠기를 (바라다)

복수 προσδοκήσοιμεν

(우리는) 기대하겠기를 (바라다)

προσδοκήσοιτε

(너희는) 기대하겠기를 (바라다)

προσδοκήσοιεν

(그들은) 기대하겠기를 (바라다)

부정사 προσδοκήσειν

기대할 것

분사 남성여성중성
προσδοκησων

προσδοκησοντος

προσδοκησουσα

προσδοκησουσης

προσδοκησον

προσδοκησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσδοκήσομαι

(나는) 기대되겠다

προσδοκήσει, προσδοκήσῃ

(너는) 기대되겠다

προσδοκήσεται

(그는) 기대되겠다

쌍수 προσδοκήσεσθον

(너희 둘은) 기대되겠다

προσδοκήσεσθον

(그 둘은) 기대되겠다

복수 προσδοκησόμεθα

(우리는) 기대되겠다

προσδοκήσεσθε

(너희는) 기대되겠다

προσδοκήσονται

(그들은) 기대되겠다

기원법단수 προσδοκησοίμην

(나는) 기대되겠기를 (바라다)

προσδοκήσοιο

(너는) 기대되겠기를 (바라다)

προσδοκήσοιτο

(그는) 기대되겠기를 (바라다)

쌍수 προσδοκήσοισθον

(너희 둘은) 기대되겠기를 (바라다)

προσδοκησοίσθην

(그 둘은) 기대되겠기를 (바라다)

복수 προσδοκησοίμεθα

(우리는) 기대되겠기를 (바라다)

προσδοκήσοισθε

(너희는) 기대되겠기를 (바라다)

προσδοκήσοιντο

(그들은) 기대되겠기를 (바라다)

부정사 προσδοκήσεσθαι

기대될 것

분사 남성여성중성
προσδοκησομενος

προσδοκησομενου

προσδοκησομενη

προσδοκησομενης

προσδοκησομενον

προσδοκησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεδο͂κων

(나는) 기대하고 있었다

προσεδο͂κᾱς

(너는) 기대하고 있었다

προσεδο͂κᾱν*

(그는) 기대하고 있었다

쌍수 προσεδόκᾱτον

(너희 둘은) 기대하고 있었다

προσεδοκᾶτην

(그 둘은) 기대하고 있었다

복수 προσεδόκωμεν

(우리는) 기대하고 있었다

προσεδόκᾱτε

(너희는) 기대하고 있었다

προσεδο͂κων

(그들은) 기대하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεδοκῶμην

(나는) 기대되고 있었다

προσεδόκω

(너는) 기대되고 있었다

προσεδόκᾱτο

(그는) 기대되고 있었다

쌍수 προσεδόκᾱσθον

(너희 둘은) 기대되고 있었다

προσεδοκᾶσθην

(그 둘은) 기대되고 있었다

복수 προσεδοκῶμεθα

(우리는) 기대되고 있었다

προσεδόκᾱσθε

(너희는) 기대되고 있었다

προσεδόκωντο

(그들은) 기대되고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεδόκησα

(나는) 기대했다

προσεδόκησας

(너는) 기대했다

προσεδόκησεν*

(그는) 기대했다

쌍수 προσεδοκήσατον

(너희 둘은) 기대했다

προσεδοκησάτην

(그 둘은) 기대했다

복수 προσεδοκήσαμεν

(우리는) 기대했다

προσεδοκήσατε

(너희는) 기대했다

προσεδόκησαν

(그들은) 기대했다

접속법단수 προσδοκήσω

(나는) 기대했자

προσδοκήσῃς

(너는) 기대했자

προσδοκήσῃ

(그는) 기대했자

쌍수 προσδοκήσητον

(너희 둘은) 기대했자

προσδοκήσητον

(그 둘은) 기대했자

복수 προσδοκήσωμεν

(우리는) 기대했자

προσδοκήσητε

(너희는) 기대했자

προσδοκήσωσιν*

(그들은) 기대했자

기원법단수 προσδοκήσαιμι

(나는) 기대했기를 (바라다)

προσδοκήσαις

(너는) 기대했기를 (바라다)

προσδοκήσαι

(그는) 기대했기를 (바라다)

쌍수 προσδοκήσαιτον

(너희 둘은) 기대했기를 (바라다)

προσδοκησαίτην

(그 둘은) 기대했기를 (바라다)

복수 προσδοκήσαιμεν

(우리는) 기대했기를 (바라다)

προσδοκήσαιτε

(너희는) 기대했기를 (바라다)

προσδοκήσαιεν

(그들은) 기대했기를 (바라다)

명령법단수 προσδόκησον

(너는) 기대했어라

προσδοκησάτω

(그는) 기대했어라

쌍수 προσδοκήσατον

(너희 둘은) 기대했어라

προσδοκησάτων

(그 둘은) 기대했어라

복수 προσδοκήσατε

(너희는) 기대했어라

προσδοκησάντων

(그들은) 기대했어라

부정사 προσδοκήσαι

기대했는 것

분사 남성여성중성
προσδοκησᾱς

προσδοκησαντος

προσδοκησᾱσα

προσδοκησᾱσης

προσδοκησαν

προσδοκησαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεδοκησάμην

(나는) 기대되었다

προσεδοκήσω

(너는) 기대되었다

προσεδοκήσατο

(그는) 기대되었다

쌍수 προσεδοκήσασθον

(너희 둘은) 기대되었다

προσεδοκησάσθην

(그 둘은) 기대되었다

복수 προσεδοκησάμεθα

(우리는) 기대되었다

προσεδοκήσασθε

(너희는) 기대되었다

προσεδοκήσαντο

(그들은) 기대되었다

접속법단수 προσδοκήσωμαι

(나는) 기대되었자

προσδοκήσῃ

(너는) 기대되었자

προσδοκήσηται

(그는) 기대되었자

쌍수 προσδοκήσησθον

(너희 둘은) 기대되었자

προσδοκήσησθον

(그 둘은) 기대되었자

복수 προσδοκησώμεθα

(우리는) 기대되었자

προσδοκήσησθε

(너희는) 기대되었자

προσδοκήσωνται

(그들은) 기대되었자

기원법단수 προσδοκησαίμην

(나는) 기대되었기를 (바라다)

προσδοκήσαιο

(너는) 기대되었기를 (바라다)

προσδοκήσαιτο

(그는) 기대되었기를 (바라다)

쌍수 προσδοκήσαισθον

(너희 둘은) 기대되었기를 (바라다)

προσδοκησαίσθην

(그 둘은) 기대되었기를 (바라다)

복수 προσδοκησαίμεθα

(우리는) 기대되었기를 (바라다)

προσδοκήσαισθε

(너희는) 기대되었기를 (바라다)

προσδοκήσαιντο

(그들은) 기대되었기를 (바라다)

명령법단수 προσδόκησαι

(너는) 기대되었어라

προσδοκησάσθω

(그는) 기대되었어라

쌍수 προσδοκήσασθον

(너희 둘은) 기대되었어라

προσδοκησάσθων

(그 둘은) 기대되었어라

복수 προσδοκήσασθε

(너희는) 기대되었어라

προσδοκησάσθων

(그들은) 기대되었어라

부정사 προσδοκήσεσθαι

기대되었는 것

분사 남성여성중성
προσδοκησαμενος

προσδοκησαμενου

προσδοκησαμενη

προσδοκησαμενης

προσδοκησαμενον

προσδοκησαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἤδη οὖν σοι προλέγω, ἐκχέασ τὸ ὕδωρ καὶ ἀποκαλύψασ τἀμὰ μηδὲν μέγα προσδοκήσῃσ ἀνιμήσεσθαι, ἢ σαυτὸν αἰτιάσῃ τῆσ ἐλπίδοσ. (Lucian, Electrum, (no name) 6:8)

    (루키아노스, Electrum, (no name) 6:8)

  • "προσδοκήσῃσ δὲ μηδὲν τοιοῦτον ὄψεσθαι οἱο͂ν τῷδε ἢ τῷδε παραβαλεῖν, ἀλλ’ εἴ τισ ἢ Τιτυὸσ ἢ Ὦτοσ ἢ Ἐφιάλτησ, ὑπὲρ ἐκείνουσ πολὺ φανεῖταί σοι τὸ πρᾶγμα ὑπερφυὲσ καὶ τεράστιον ἐπεὶ τούσ γε ἄλλουσ τοσοῦτον ὑπερφωνοῦντα εὑρήσεισ ὁπόσον ἡ σάλπιγξ τοὺσ αὐλοὺσ καὶ οἱ τέττιγεσ τὰσ μελίττασ καὶ οἱ χοροὶ τοὺσ ἐνδιδόντασ. (Lucian, Rhetorum praeceptor, (no name) 13:5)

    (루키아노스, Rhetorum praeceptor, (no name) 13:5)

  • τοσοῦτον δ’ οὖν ἐξεβιάσαντο τὸν δῆμον οἱ δυνατοὶ καὶ τῆσ ἐλπίδοσ τοῦ Γαϊού καθεῖλον, ὅσον οὐχ, ὡσ προσεδόκησε, πρῶτον, ἀλλά τέταρτον ἀναγορευθῆναι. (Plutarch, Caius Gracchus, chapter 3 1:3)

    (플루타르코스, Caius Gracchus, chapter 3 1:3)

  • προσδοκήσῃσ δὲ μηδὲν τοιοῦτο παρ’ ἡμῶν οἱᾶ σὺ διεξελήλυθασ, ἐπαινῶν εἴ τισ ἄπροικον ἔγημεν αἰσχρὰν γυναῖκα ἢ εἴ τισ ἀργύριον ἐπέδωκε γαμουμένῃ φίλου ἀνδρὸσ θυγατρὶ δύο τάλαντα, ἢ καὶ νὴ Δί’ εἴ τισ παρέσχεν ἑαυτὸν δεδησόμενον ἐπὶ προδήλῳ τῷ μικρὸν ὕστερον λυθήσεσθαι· (Lucian, Toxaris vel amicitia, (no name) 34:9)

    (루키아노스, Toxaris vel amicitia, (no name) 34:9)

  • οἱ δὲ νεανίαι χαλεπῶσ ἔσχον οὐ λαβόντεσ μοῖραν ἐκ τῶν λαφύρων, καθάπερ προσεδόκησαν, καὶ πορευθέντεσ εἰσ τὰσ πέριξ τῆσ Τιβεριάδοσ κώμασ προδιδόναι μέλλειν με Ῥωμαίοισ τὴν χώραν αὐτῶν ἔλεγον· (Flavius Josephus, 155:1)

    (플라비우스 요세푸스, 155:1)

유의어

  1. 기대하다

  2. 생각하다

  3. 기대하다

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION