헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐκδιώκω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐκδιώκω ἐκδιώξομαι

형태분석: ἐκ (접두사) + διώκ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 추방하다, 쫓아내다, 제거하다
  1. to chase away, banish

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκδιώκω

(나는) 추방한다

ἐκδιώκεις

(너는) 추방한다

ἐκδιώκει

(그는) 추방한다

쌍수 ἐκδιώκετον

(너희 둘은) 추방한다

ἐκδιώκετον

(그 둘은) 추방한다

복수 ἐκδιώκομεν

(우리는) 추방한다

ἐκδιώκετε

(너희는) 추방한다

ἐκδιώκουσιν*

(그들은) 추방한다

접속법단수 ἐκδιώκω

(나는) 추방하자

ἐκδιώκῃς

(너는) 추방하자

ἐκδιώκῃ

(그는) 추방하자

쌍수 ἐκδιώκητον

(너희 둘은) 추방하자

ἐκδιώκητον

(그 둘은) 추방하자

복수 ἐκδιώκωμεν

(우리는) 추방하자

ἐκδιώκητε

(너희는) 추방하자

ἐκδιώκωσιν*

(그들은) 추방하자

기원법단수 ἐκδιώκοιμι

(나는) 추방하기를 (바라다)

ἐκδιώκοις

(너는) 추방하기를 (바라다)

ἐκδιώκοι

(그는) 추방하기를 (바라다)

쌍수 ἐκδιώκοιτον

(너희 둘은) 추방하기를 (바라다)

ἐκδιωκοίτην

(그 둘은) 추방하기를 (바라다)

복수 ἐκδιώκοιμεν

(우리는) 추방하기를 (바라다)

ἐκδιώκοιτε

(너희는) 추방하기를 (바라다)

ἐκδιώκοιεν

(그들은) 추방하기를 (바라다)

명령법단수 ἐκδίωκε

(너는) 추방해라

ἐκδιωκέτω

(그는) 추방해라

쌍수 ἐκδιώκετον

(너희 둘은) 추방해라

ἐκδιωκέτων

(그 둘은) 추방해라

복수 ἐκδιώκετε

(너희는) 추방해라

ἐκδιωκόντων, ἐκδιωκέτωσαν

(그들은) 추방해라

부정사 ἐκδιώκειν

추방하는 것

분사 남성여성중성
ἐκδιωκων

ἐκδιωκοντος

ἐκδιωκουσα

ἐκδιωκουσης

ἐκδιωκον

ἐκδιωκοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκδιώκομαι

(나는) 추방된다

ἐκδιώκει, ἐκδιώκῃ

(너는) 추방된다

ἐκδιώκεται

(그는) 추방된다

쌍수 ἐκδιώκεσθον

(너희 둘은) 추방된다

ἐκδιώκεσθον

(그 둘은) 추방된다

복수 ἐκδιωκόμεθα

(우리는) 추방된다

ἐκδιώκεσθε

(너희는) 추방된다

ἐκδιώκονται

(그들은) 추방된다

접속법단수 ἐκδιώκωμαι

(나는) 추방되자

ἐκδιώκῃ

(너는) 추방되자

ἐκδιώκηται

(그는) 추방되자

쌍수 ἐκδιώκησθον

(너희 둘은) 추방되자

ἐκδιώκησθον

(그 둘은) 추방되자

복수 ἐκδιωκώμεθα

(우리는) 추방되자

ἐκδιώκησθε

(너희는) 추방되자

ἐκδιώκωνται

(그들은) 추방되자

기원법단수 ἐκδιωκοίμην

(나는) 추방되기를 (바라다)

ἐκδιώκοιο

(너는) 추방되기를 (바라다)

ἐκδιώκοιτο

(그는) 추방되기를 (바라다)

쌍수 ἐκδιώκοισθον

(너희 둘은) 추방되기를 (바라다)

ἐκδιωκοίσθην

(그 둘은) 추방되기를 (바라다)

복수 ἐκδιωκοίμεθα

(우리는) 추방되기를 (바라다)

ἐκδιώκοισθε

(너희는) 추방되기를 (바라다)

ἐκδιώκοιντο

(그들은) 추방되기를 (바라다)

명령법단수 ἐκδιώκου

(너는) 추방되어라

ἐκδιωκέσθω

(그는) 추방되어라

쌍수 ἐκδιώκεσθον

(너희 둘은) 추방되어라

ἐκδιωκέσθων

(그 둘은) 추방되어라

복수 ἐκδιώκεσθε

(너희는) 추방되어라

ἐκδιωκέσθων, ἐκδιωκέσθωσαν

(그들은) 추방되어라

부정사 ἐκδιώκεσθαι

추방되는 것

분사 남성여성중성
ἐκδιωκομενος

ἐκδιωκομενου

ἐκδιωκομενη

ἐκδιωκομενης

ἐκδιωκομενον

ἐκδιωκομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξεδίωκον

(나는) 추방하고 있었다

ἐξεδίωκες

(너는) 추방하고 있었다

ἐξεδίωκεν*

(그는) 추방하고 있었다

쌍수 ἐξεδιώκετον

(너희 둘은) 추방하고 있었다

ἐξεδιωκέτην

(그 둘은) 추방하고 있었다

복수 ἐξεδιώκομεν

(우리는) 추방하고 있었다

ἐξεδιώκετε

(너희는) 추방하고 있었다

ἐξεδίωκον

(그들은) 추방하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξεδιωκόμην

(나는) 추방되고 있었다

ἐξεδιώκου

(너는) 추방되고 있었다

ἐξεδιώκετο

(그는) 추방되고 있었다

쌍수 ἐξεδιώκεσθον

(너희 둘은) 추방되고 있었다

ἐξεδιωκέσθην

(그 둘은) 추방되고 있었다

복수 ἐξεδιωκόμεθα

(우리는) 추방되고 있었다

ἐξεδιώκεσθε

(너희는) 추방되고 있었다

ἐξεδιώκοντο

(그들은) 추방되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὸν καταλαλοῦντα λάθρᾳ τὸν πλησίον αὐτοῦ, τοῦτον ἐξεδίωκον. ὑπερηφάνῳ ὀφθαλμῷ καὶ ἀπλήστῳ καρδίᾳ, τούτῳ οὐ συνήσθιον. (Septuagint, Liber Psalmorum 100:5)

    (70인역 성경, 시편 100:5)

  • καὶ βαρείασ περὶ τοῦ θεοῦ δόξασ ἀπωσαμένῃ, ἀλλ’ ὥσπερ ἐν ἀσεβῶν χώρῳ τῷ ὕπνῳ τῶν δεισιδαιμόνων εἴδωλα φρικώδη καὶ τεράστια φάσματα καὶ ποινάσ τινασ ἐγείρουσα καὶ στροβοῦσα τὴν ἀθλίαν ψυχὴν ἐκδιώκει τοῖσ ὀνείροισ ἐκ τῶν ὕπνων, μαστιζομένην καὶ κολαζομένην αὐτὴν ὑφ’ αὑτῆσ ὡσ ὑφ’ ἑτέρου, καὶ δεινὰ προστάγματα καὶ ἀλλόκοτα λαμβάνουσαν. (Plutarch, De superstitione, section 3 8:1)

    (플루타르코스, De superstitione, section 3 8:1)

유의어

  1. 추방하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION