헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαγελάω

α 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαγελάω διαγελάσομαι

형태분석: δια (접두사) + γελά (어간) + ω (인칭어미)

  1. 조롱하다, 비웃다
  1. to laugh at

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαγελῶ

(나는) 조롱한다

διαγελᾷς

(너는) 조롱한다

διαγελᾷ

(그는) 조롱한다

쌍수 διαγελᾶτον

(너희 둘은) 조롱한다

διαγελᾶτον

(그 둘은) 조롱한다

복수 διαγελῶμεν

(우리는) 조롱한다

διαγελᾶτε

(너희는) 조롱한다

διαγελῶσιν*

(그들은) 조롱한다

접속법단수 διαγελῶ

(나는) 조롱하자

διαγελῇς

(너는) 조롱하자

διαγελῇ

(그는) 조롱하자

쌍수 διαγελῆτον

(너희 둘은) 조롱하자

διαγελῆτον

(그 둘은) 조롱하자

복수 διαγελῶμεν

(우리는) 조롱하자

διαγελῆτε

(너희는) 조롱하자

διαγελῶσιν*

(그들은) 조롱하자

기원법단수 διαγελῷμι

(나는) 조롱하기를 (바라다)

διαγελῷς

(너는) 조롱하기를 (바라다)

διαγελῷ

(그는) 조롱하기를 (바라다)

쌍수 διαγελῷτον

(너희 둘은) 조롱하기를 (바라다)

διαγελῴτην

(그 둘은) 조롱하기를 (바라다)

복수 διαγελῷμεν

(우리는) 조롱하기를 (바라다)

διαγελῷτε

(너희는) 조롱하기를 (바라다)

διαγελῷεν

(그들은) 조롱하기를 (바라다)

명령법단수 διαγέλᾱ

(너는) 조롱해라

διαγελᾱ́τω

(그는) 조롱해라

쌍수 διαγελᾶτον

(너희 둘은) 조롱해라

διαγελᾱ́των

(그 둘은) 조롱해라

복수 διαγελᾶτε

(너희는) 조롱해라

διαγελώντων, διαγελᾱ́τωσαν

(그들은) 조롱해라

부정사 διαγελᾶν

조롱하는 것

분사 남성여성중성
διαγελων

διαγελωντος

διαγελωσα

διαγελωσης

διαγελων

διαγελωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαγελῶμαι

(나는) 조롱된다

διαγελᾷ

(너는) 조롱된다

διαγελᾶται

(그는) 조롱된다

쌍수 διαγελᾶσθον

(너희 둘은) 조롱된다

διαγελᾶσθον

(그 둘은) 조롱된다

복수 διαγελώμεθα

(우리는) 조롱된다

διαγελᾶσθε

(너희는) 조롱된다

διαγελῶνται

(그들은) 조롱된다

접속법단수 διαγελῶμαι

(나는) 조롱되자

διαγελῇ

(너는) 조롱되자

διαγελῆται

(그는) 조롱되자

쌍수 διαγελῆσθον

(너희 둘은) 조롱되자

διαγελῆσθον

(그 둘은) 조롱되자

복수 διαγελώμεθα

(우리는) 조롱되자

διαγελῆσθε

(너희는) 조롱되자

διαγελῶνται

(그들은) 조롱되자

기원법단수 διαγελῴμην

(나는) 조롱되기를 (바라다)

διαγελῷο

(너는) 조롱되기를 (바라다)

διαγελῷτο

(그는) 조롱되기를 (바라다)

쌍수 διαγελῷσθον

(너희 둘은) 조롱되기를 (바라다)

διαγελῴσθην

(그 둘은) 조롱되기를 (바라다)

복수 διαγελῴμεθα

(우리는) 조롱되기를 (바라다)

διαγελῷσθε

(너희는) 조롱되기를 (바라다)

διαγελῷντο

(그들은) 조롱되기를 (바라다)

명령법단수 διαγελῶ

(너는) 조롱되어라

διαγελᾱ́σθω

(그는) 조롱되어라

쌍수 διαγελᾶσθον

(너희 둘은) 조롱되어라

διαγελᾱ́σθων

(그 둘은) 조롱되어라

복수 διαγελᾶσθε

(너희는) 조롱되어라

διαγελᾱ́σθων, διαγελᾱ́σθωσαν

(그들은) 조롱되어라

부정사 διαγελᾶσθαι

조롱되는 것

분사 남성여성중성
διαγελωμενος

διαγελωμενου

διαγελωμενη

διαγελωμενης

διαγελωμενον

διαγελωμενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαγελάσομαι

(나는) 조롱하겠다

διαγελάσει, διαγελάσῃ

(너는) 조롱하겠다

διαγελάσεται

(그는) 조롱하겠다

쌍수 διαγελάσεσθον

(너희 둘은) 조롱하겠다

διαγελάσεσθον

(그 둘은) 조롱하겠다

복수 διαγελασόμεθα

(우리는) 조롱하겠다

διαγελάσεσθε

(너희는) 조롱하겠다

διαγελάσονται

(그들은) 조롱하겠다

기원법단수 διαγελασοίμην

(나는) 조롱하겠기를 (바라다)

διαγελάσοιο

(너는) 조롱하겠기를 (바라다)

διαγελάσοιτο

(그는) 조롱하겠기를 (바라다)

쌍수 διαγελάσοισθον

(너희 둘은) 조롱하겠기를 (바라다)

διαγελασοίσθην

(그 둘은) 조롱하겠기를 (바라다)

복수 διαγελασοίμεθα

(우리는) 조롱하겠기를 (바라다)

διαγελάσοισθε

(너희는) 조롱하겠기를 (바라다)

διαγελάσοιντο

(그들은) 조롱하겠기를 (바라다)

부정사 διαγελάσεσθαι

조롱할 것

분사 남성여성중성
διαγελασομενος

διαγελασομενου

διαγελασομενη

διαγελασομενης

διαγελασομενον

διαγελασομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεγέλων

(나는) 조롱하고 있었다

διεγέλᾱς

(너는) 조롱하고 있었다

διεγέλᾱν*

(그는) 조롱하고 있었다

쌍수 διεγελᾶτον

(너희 둘은) 조롱하고 있었다

διεγελᾱ́την

(그 둘은) 조롱하고 있었다

복수 διεγελῶμεν

(우리는) 조롱하고 있었다

διεγελᾶτε

(너희는) 조롱하고 있었다

διεγέλων

(그들은) 조롱하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεγελώμην

(나는) 조롱되고 있었다

διεγελῶ

(너는) 조롱되고 있었다

διεγελᾶτο

(그는) 조롱되고 있었다

쌍수 διεγελᾶσθον

(너희 둘은) 조롱되고 있었다

διεγελᾱ́σθην

(그 둘은) 조롱되고 있었다

복수 διεγελώμεθα

(우리는) 조롱되고 있었다

διεγελᾶσθε

(너희는) 조롱되고 있었다

διεγελῶντο

(그들은) 조롱되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὗτοσ δ’ ὁ δαίμων ὁ νέοσ, ὃν σὺ διαγελᾷσ, οὐκ ἂν δυναίμην μέγεθοσ ἐξειπεῖν ὅσοσ καθ’ Ἑλλάδ’ ἔσται. (Euripides, episode 8:1)

    (에우리피데스, episode 8:1)

  • ἐγὼ μὲν οὖν καὶ Κάδμοσ, ὃν σὺ διαγελᾷσ, κισσῷ τ’ ἐρεψόμεσθα καὶ χορεύσομεν, πολιὰ ξυνωρίσ, ἀλλ’ ὅμωσ χορευτέον, κοὐ θεομαχήσω σῶν λόγων πεισθεὶσ ὕπο. (Euripides, episode 13:3)

    (에우리피데스, episode 13:3)

  • πεφύκασι δ’ οἱ πλεῖστοι τῶν φιλοσόφων τῶν κωμικῶν κακήγοροι μᾶλλον εἶναι, εἴ γε καὶ Αἰσχίνησ ὁ Σωκρατικὸσ ἐν μὲν τῷ Τηλαύγει Κριτόβουλον τὸν Κρίτωνοσ ἐπ’ ἀμαθίᾳ καὶ ῥυπαρότητι βίου κωμῳδεῖ, τὸν δὲ Τηλαύγην αὐτὸν ἱματίου μὲν φορήσεωσ καθ’ ἡμέραν ἡμιωβέλιον κναφεῖ τελοῦντα μισθόν, κωδίῳ δὲ ἐζωσμένον καὶ τὰ ὑποδήματα σπαρτίοισ ἐνημμένον σαπροῖσ, εὐτελέστατον ὄντα ῥήτορα οὐ μετρίωσ διαγελᾷ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 621)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 621)

  • ἐν οἷσ δὲ κομιδῇ διαγελᾷ καὶ φλαυρίζει τὸν Σωκράτην ζητοῦντα τί ἄνθρωπόσ ἐστι καὶ νεανιευόμενον, ὥσ φησιν, ὅτι μηδ’ αὐτὸσ εἰδείη, δῆλοσ μέν ἐστιν αὐτὸσ οὐδέποτε πρὸσ τούτῳ γενόμενοσ· (Plutarch, Adversus Colotem, section 202)

    (플루타르코스, Adversus Colotem, section 202)

  • καὶ διαγελᾷ. (Plutarch, De primo frigido, chapter, section 13 6:1)

    (플루타르코스, De primo frigido, chapter, section 13 6:1)

유의어

  1. 조롱하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION