헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταγελάω

α 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταγελάω καταγελάσομαι

형태분석: κατα (접두사) + γελά (어간) + ω (인칭어미)

  1. 조롱하다, 비웃다, ~를 비웃다, 웃다
  2. 웃다, 비웃다, 조소하다, 조롱하다
  1. to laugh at, jeer or mock at, to laugh scornfully
  2. to laugh down, deride, to be derided

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταγελῶ

(나는) 조롱한다

καταγελᾷς

(너는) 조롱한다

καταγελᾷ

(그는) 조롱한다

쌍수 καταγελᾶτον

(너희 둘은) 조롱한다

καταγελᾶτον

(그 둘은) 조롱한다

복수 καταγελῶμεν

(우리는) 조롱한다

καταγελᾶτε

(너희는) 조롱한다

καταγελῶσιν*

(그들은) 조롱한다

접속법단수 καταγελῶ

(나는) 조롱하자

καταγελῇς

(너는) 조롱하자

καταγελῇ

(그는) 조롱하자

쌍수 καταγελῆτον

(너희 둘은) 조롱하자

καταγελῆτον

(그 둘은) 조롱하자

복수 καταγελῶμεν

(우리는) 조롱하자

καταγελῆτε

(너희는) 조롱하자

καταγελῶσιν*

(그들은) 조롱하자

기원법단수 καταγελῷμι

(나는) 조롱하기를 (바라다)

καταγελῷς

(너는) 조롱하기를 (바라다)

καταγελῷ

(그는) 조롱하기를 (바라다)

쌍수 καταγελῷτον

(너희 둘은) 조롱하기를 (바라다)

καταγελῴτην

(그 둘은) 조롱하기를 (바라다)

복수 καταγελῷμεν

(우리는) 조롱하기를 (바라다)

καταγελῷτε

(너희는) 조롱하기를 (바라다)

καταγελῷεν

(그들은) 조롱하기를 (바라다)

명령법단수 καταγέλᾱ

(너는) 조롱해라

καταγελᾱ́τω

(그는) 조롱해라

쌍수 καταγελᾶτον

(너희 둘은) 조롱해라

καταγελᾱ́των

(그 둘은) 조롱해라

복수 καταγελᾶτε

(너희는) 조롱해라

καταγελώντων, καταγελᾱ́τωσαν

(그들은) 조롱해라

부정사 καταγελᾶν

조롱하는 것

분사 남성여성중성
καταγελων

καταγελωντος

καταγελωσα

καταγελωσης

καταγελων

καταγελωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταγελῶμαι

(나는) 조롱된다

καταγελᾷ

(너는) 조롱된다

καταγελᾶται

(그는) 조롱된다

쌍수 καταγελᾶσθον

(너희 둘은) 조롱된다

καταγελᾶσθον

(그 둘은) 조롱된다

복수 καταγελώμεθα

(우리는) 조롱된다

καταγελᾶσθε

(너희는) 조롱된다

καταγελῶνται

(그들은) 조롱된다

접속법단수 καταγελῶμαι

(나는) 조롱되자

καταγελῇ

(너는) 조롱되자

καταγελῆται

(그는) 조롱되자

쌍수 καταγελῆσθον

(너희 둘은) 조롱되자

καταγελῆσθον

(그 둘은) 조롱되자

복수 καταγελώμεθα

(우리는) 조롱되자

καταγελῆσθε

(너희는) 조롱되자

καταγελῶνται

(그들은) 조롱되자

기원법단수 καταγελῴμην

(나는) 조롱되기를 (바라다)

καταγελῷο

(너는) 조롱되기를 (바라다)

καταγελῷτο

(그는) 조롱되기를 (바라다)

쌍수 καταγελῷσθον

(너희 둘은) 조롱되기를 (바라다)

καταγελῴσθην

(그 둘은) 조롱되기를 (바라다)

복수 καταγελῴμεθα

(우리는) 조롱되기를 (바라다)

καταγελῷσθε

(너희는) 조롱되기를 (바라다)

καταγελῷντο

(그들은) 조롱되기를 (바라다)

명령법단수 καταγελῶ

(너는) 조롱되어라

καταγελᾱ́σθω

(그는) 조롱되어라

쌍수 καταγελᾶσθον

(너희 둘은) 조롱되어라

καταγελᾱ́σθων

(그 둘은) 조롱되어라

복수 καταγελᾶσθε

(너희는) 조롱되어라

καταγελᾱ́σθων, καταγελᾱ́σθωσαν

(그들은) 조롱되어라

부정사 καταγελᾶσθαι

조롱되는 것

분사 남성여성중성
καταγελωμενος

καταγελωμενου

καταγελωμενη

καταγελωμενης

καταγελωμενον

καταγελωμενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταγελάσομαι

(나는) 조롱하겠다

καταγελάσει, καταγελάσῃ

(너는) 조롱하겠다

καταγελάσεται

(그는) 조롱하겠다

쌍수 καταγελάσεσθον

(너희 둘은) 조롱하겠다

καταγελάσεσθον

(그 둘은) 조롱하겠다

복수 καταγελασόμεθα

(우리는) 조롱하겠다

καταγελάσεσθε

(너희는) 조롱하겠다

καταγελάσονται

(그들은) 조롱하겠다

기원법단수 καταγελασοίμην

(나는) 조롱하겠기를 (바라다)

καταγελάσοιο

(너는) 조롱하겠기를 (바라다)

καταγελάσοιτο

(그는) 조롱하겠기를 (바라다)

쌍수 καταγελάσοισθον

(너희 둘은) 조롱하겠기를 (바라다)

καταγελασοίσθην

(그 둘은) 조롱하겠기를 (바라다)

복수 καταγελασοίμεθα

(우리는) 조롱하겠기를 (바라다)

καταγελάσοισθε

(너희는) 조롱하겠기를 (바라다)

καταγελάσοιντο

(그들은) 조롱하겠기를 (바라다)

부정사 καταγελάσεσθαι

조롱할 것

분사 남성여성중성
καταγελασομενος

καταγελασομενου

καταγελασομενη

καταγελασομενης

καταγελασομενον

καταγελασομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεγέλων

(나는) 조롱하고 있었다

κατεγέλᾱς

(너는) 조롱하고 있었다

κατεγέλᾱν*

(그는) 조롱하고 있었다

쌍수 κατεγελᾶτον

(너희 둘은) 조롱하고 있었다

κατεγελᾱ́την

(그 둘은) 조롱하고 있었다

복수 κατεγελῶμεν

(우리는) 조롱하고 있었다

κατεγελᾶτε

(너희는) 조롱하고 있었다

κατεγέλων

(그들은) 조롱하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεγελώμην

(나는) 조롱되고 있었다

κατεγελῶ

(너는) 조롱되고 있었다

κατεγελᾶτο

(그는) 조롱되고 있었다

쌍수 κατεγελᾶσθον

(너희 둘은) 조롱되고 있었다

κατεγελᾱ́σθην

(그 둘은) 조롱되고 있었다

복수 κατεγελώμεθα

(우리는) 조롱되고 있었다

κατεγελᾶσθε

(너희는) 조롱되고 있었다

κατεγελῶντο

(그들은) 조롱되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὅτι φαῦλοι ἐν θανάτῳ ἐξαισίῳ, ἀλλὰ δίκαιοι καταγελῶνται. (Septuagint, Liber Iob 9:23)

    (70인역 성경, 욥기 9:23)

  • συναντῶν βασιλεῖ καταγελᾷ καὶ οὐ μὴ ἀποστραφῇ ἀπὸ σιδήρου. (Septuagint, Liber Iob 39:22)

    (70인역 성경, 욥기 39:22)

  • ὡσ καλάμη ἐλογίσθησαν σφῦραι, καταγελᾷ δὲ σεισμοῦ πυρφόρου. (Septuagint, Liber Iob 41:21)

    (70인역 성경, 욥기 41:21)

  • ἀνὴρ σοφὸσ κρινεῖ ἔθνη, ἀνὴρ δὲ φαῦλοσ ὀργιζόμενοσ καταγελᾶται καὶ οὐ καταπτήσσει. (Septuagint, Liber Proverbiorum 29:9)

    (70인역 성경, 잠언 29:9)

  • ὅτε ὁ Διόνυσοσ ἐπ’ Ἰνδοὺσ στρατιὰν ἤλασε ‐ ‐ κωλύει γὰρ οὐδέν, οἶμαι, καὶ μῦθον ὑμῖν διηγήσασθαι Βακχικὸν ‐ φασὶν οὕτω καταφρονῆσαι αὐτοῦ τὰ πρῶτα τοὺσ ἀνθρώπουσ τοὺσ ἐκεῖ, ὥστε καταγελᾶν ἐπιόντοσ, μᾶλλον δὲ ἐλεεῖν τὴν τόλμαν αὐτίκα μάλα συμπατηθησομένου ὑπὸ τῶν ἐλεφάντων, εἰ ἀντιτάξαιτο· (Lucian, (no name) 1:1)

    (루키아노스, (no name) 1:1)

유의어

  1. 조롱하다

  2. 웃다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION