헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

γεωργέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: γεωργέω

형태분석: γεωργέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: gewrgo/s

  1. 갈다, 경작하다, 키우다, 기르다
  2. 살다, 살아가다, 지내다, 생활하다, 남아있다
  1. to be a husbandman, farmer
  2. to till, plough, cultivate
  3. to work at, practise, to draw profit, live

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 γεώργω

γεώργεις

γεώργει

쌍수 γεώργειτον

γεώργειτον

복수 γεώργουμεν

γεώργειτε

γεώργουσιν*

접속법단수 γεώργω

γεώργῃς

γεώργῃ

쌍수 γεώργητον

γεώργητον

복수 γεώργωμεν

γεώργητε

γεώργωσιν*

기원법단수 γεώργοιμι

γεώργοις

γεώργοι

쌍수 γεώργοιτον

γεωργοίτην

복수 γεώργοιμεν

γεώργοιτε

γεώργοιεν

명령법단수 γεῶργει

γεωργεῖτω

쌍수 γεώργειτον

γεωργεῖτων

복수 γεώργειτε

γεωργοῦντων, γεωργεῖτωσαν

부정사 γεώργειν

분사 남성여성중성
γεωργων

γεωργουντος

γεωργουσα

γεωργουσης

γεωργουν

γεωργουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 γεώργουμαι

γεώργει, γεώργῃ

γεώργειται

쌍수 γεώργεισθον

γεώργεισθον

복수 γεωργοῦμεθα

γεώργεισθε

γεώργουνται

접속법단수 γεώργωμαι

γεώργῃ

γεώργηται

쌍수 γεώργησθον

γεώργησθον

복수 γεωργώμεθα

γεώργησθε

γεώργωνται

기원법단수 γεωργοίμην

γεώργοιο

γεώργοιτο

쌍수 γεώργοισθον

γεωργοίσθην

복수 γεωργοίμεθα

γεώργοισθε

γεώργοιντο

명령법단수 γεώργου

γεωργεῖσθω

쌍수 γεώργεισθον

γεωργεῖσθων

복수 γεώργεισθε

γεωργεῖσθων, γεωργεῖσθωσαν

부정사 γεώργεισθαι

분사 남성여성중성
γεωργουμενος

γεωργουμενου

γεωργουμενη

γεωργουμενης

γεωργουμενον

γεωργουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 갈다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION