헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγγεωργέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συγγεωργέω συγγεωργήσω

형태분석: συγ (접두사) + γεωργέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from sugge/wrgos

  1. to be a fellow-labourer

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγγεώργω

συγγεώργεις

συγγεώργει

쌍수 συγγεώργειτον

συγγεώργειτον

복수 συγγεώργουμεν

συγγεώργειτε

συγγεώργουσιν*

접속법단수 συγγεώργω

συγγεώργῃς

συγγεώργῃ

쌍수 συγγεώργητον

συγγεώργητον

복수 συγγεώργωμεν

συγγεώργητε

συγγεώργωσιν*

기원법단수 συγγεώργοιμι

συγγεώργοις

συγγεώργοι

쌍수 συγγεώργοιτον

συγγεωργοίτην

복수 συγγεώργοιμεν

συγγεώργοιτε

συγγεώργοιεν

명령법단수 συγγεῶργει

συγγεωργεῖτω

쌍수 συγγεώργειτον

συγγεωργεῖτων

복수 συγγεώργειτε

συγγεωργοῦντων, συγγεωργεῖτωσαν

부정사 συγγεώργειν

분사 남성여성중성
συγγεωργων

συγγεωργουντος

συγγεωργουσα

συγγεωργουσης

συγγεωργουν

συγγεωργουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγγεώργουμαι

συγγεώργει, συγγεώργῃ

συγγεώργειται

쌍수 συγγεώργεισθον

συγγεώργεισθον

복수 συγγεωργοῦμεθα

συγγεώργεισθε

συγγεώργουνται

접속법단수 συγγεώργωμαι

συγγεώργῃ

συγγεώργηται

쌍수 συγγεώργησθον

συγγεώργησθον

복수 συγγεωργώμεθα

συγγεώργησθε

συγγεώργωνται

기원법단수 συγγεωργοίμην

συγγεώργοιο

συγγεώργοιτο

쌍수 συγγεώργοισθον

συγγεωργοίσθην

복수 συγγεωργοίμεθα

συγγεώργοισθε

συγγεώργοιντο

명령법단수 συγγεώργου

συγγεωργεῖσθω

쌍수 συγγεώργεισθον

συγγεωργεῖσθων

복수 συγγεώργεισθε

συγγεωργεῖσθων, συγγεωργεῖσθωσαν

부정사 συγγεώργεισθαι

분사 남성여성중성
συγγεωργουμενος

συγγεωργουμενου

συγγεωργουμενη

συγγεωργουμενης

συγγεωργουμενον

συγγεωργουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to be a fellow-labourer

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION