Ancient Greek-English Dictionary Language

혹시 다음 단어를 찾고 계신가요? στερέωμα κτέρεα στερεός
στερεόφρων
(Noun), stubborn-hearted
στερεός
(Adjective), 단단한, 튼튼한, 굳은, 굳건한, 견고한, 급한, 잽싼, 빠른##고집스러운, 사나운, 쓴 맛의, 거친##
στερεόω
(Verb), 강화하다, 다지다, 증강시키다, 세게 하다
στερέω
(Verb), 빼앗다, 박탈하다, 뺏다##빼앗다, 제거하다
στερέωμα
(Noun), 토대, 기초, 바닥, 바탕
στέργημα
(Noun), a love-charm
στέργηθρον
(Noun), 사랑, 애정, 존경, 연애
στέργω
(Verb), 사랑하다, 존경하다####만족하다, 동의하다, 복종하다, 묵인하다, 허락하다##복종하다, 따르다, 허용하다, 받아들이다, 내성이 있다, 견디다##애원하다, 탄원하다
στέρησις
(Noun), 극빈, 빈곤
στέριφος
(Adjective), 단단한, 튼튼한, 굳은
στερίσκω
(Verb), 빼앗다, 박탈하다, 뺏다
στερκτός
(Adjective), 사랑받는
στέρνον
(Noun), 가슴, 젖, 흉부##심장, 가슴, 젖
στερνοτυπής
(Adjective), of or from beaten breasts
στερνοτυπία
(Noun), a beating of the breast
στερνοῦχος
(Adjective), broad-swelling
στέρομαι
(Verb), 부족하다, 원하다, 필요하다, 탐나다, 손해를 입다
στεροπη
(Noun), 빛, 섬광, 광휘, 번갯불, 번개
στεροπηγερέτης
(Adjective), he who gathers the lightning, who rouses the lightning
Στερόπης
(Noun), lightner

SEARCH

MENU NAVIGATION