헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χραισμέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: χραισμέω

형태분석: χραισμέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: xra/w3, xra/omai

  1. 돕다, 방어하다, 도와주다, 지키다, 지원하다, 붙잡다, 보호하다, 막다
  1. to ward off from one
  2. to defend, help, aid, succour, avail, to assist, avail

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 χραισμῶ

χραισμεῖς

χραισμεῖ

쌍수 χραισμεῖτον

χραισμεῖτον

복수 χραισμοῦμεν

χραισμεῖτε

χραισμοῦσιν*

접속법단수 χραισμῶ

χραισμῇς

χραισμῇ

쌍수 χραισμῆτον

χραισμῆτον

복수 χραισμῶμεν

χραισμῆτε

χραισμῶσιν*

기원법단수 χραισμοῖμι

χραισμοῖς

χραισμοῖ

쌍수 χραισμοῖτον

χραισμοίτην

복수 χραισμοῖμεν

χραισμοῖτε

χραισμοῖεν

명령법단수 χραίσμει

χραισμείτω

쌍수 χραισμεῖτον

χραισμείτων

복수 χραισμεῖτε

χραισμούντων, χραισμείτωσαν

부정사 χραισμεῖν

분사 남성여성중성
χραισμων

χραισμουντος

χραισμουσα

χραισμουσης

χραισμουν

χραισμουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 χραισμοῦμαι

χραισμεῖ, χραισμῇ

χραισμεῖται

쌍수 χραισμεῖσθον

χραισμεῖσθον

복수 χραισμούμεθα

χραισμεῖσθε

χραισμοῦνται

접속법단수 χραισμῶμαι

χραισμῇ

χραισμῆται

쌍수 χραισμῆσθον

χραισμῆσθον

복수 χραισμώμεθα

χραισμῆσθε

χραισμῶνται

기원법단수 χραισμοίμην

χραισμοῖο

χραισμοῖτο

쌍수 χραισμοῖσθον

χραισμοίσθην

복수 χραισμοίμεθα

χραισμοῖσθε

χραισμοῖντο

명령법단수 χραισμοῦ

χραισμείσθω

쌍수 χραισμεῖσθον

χραισμείσθων

복수 χραισμεῖσθε

χραισμείσθων, χραισμείσθωσαν

부정사 χραισμεῖσθαι

분사 남성여성중성
χραισμουμενος

χραισμουμενου

χραισμουμενη

χραισμουμενης

χραισμουμενον

χραισμουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to ward off from one

  2. 돕다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION