Ancient Greek-English Dictionary Language

ὑποποιέω

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ὑποποιέω

Structure: ὑπο (Prefix) + ποιέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to put under, to subject to oneself
  2. to produce gradually
  3. to gain by underhand tricks, to win over
  4. to assume, affect

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὑποποίω ὑποποίεις ὑποποίει
Dual ὑποποίειτον ὑποποίειτον
Plural ὑποποίουμεν ὑποποίειτε ὑποποίουσιν*
SubjunctiveSingular ὑποποίω ὑποποίῃς ὑποποίῃ
Dual ὑποποίητον ὑποποίητον
Plural ὑποποίωμεν ὑποποίητε ὑποποίωσιν*
OptativeSingular ὑποποίοιμι ὑποποίοις ὑποποίοι
Dual ὑποποίοιτον ὑποποιοίτην
Plural ὑποποίοιμεν ὑποποίοιτε ὑποποίοιεν
ImperativeSingular ὑποποῖει ὑποποιεῖτω
Dual ὑποποίειτον ὑποποιεῖτων
Plural ὑποποίειτε ὑποποιοῦντων, ὑποποιεῖτωσαν
Infinitive ὑποποίειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ὑποποιων ὑποποιουντος ὑποποιουσα ὑποποιουσης ὑποποιουν ὑποποιουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὑποποίουμαι ὑποποίει, ὑποποίῃ ὑποποίειται
Dual ὑποποίεισθον ὑποποίεισθον
Plural ὑποποιοῦμεθα ὑποποίεισθε ὑποποίουνται
SubjunctiveSingular ὑποποίωμαι ὑποποίῃ ὑποποίηται
Dual ὑποποίησθον ὑποποίησθον
Plural ὑποποιώμεθα ὑποποίησθε ὑποποίωνται
OptativeSingular ὑποποιοίμην ὑποποίοιο ὑποποίοιτο
Dual ὑποποίοισθον ὑποποιοίσθην
Plural ὑποποιοίμεθα ὑποποίοισθε ὑποποίοιντο
ImperativeSingular ὑποποίου ὑποποιεῖσθω
Dual ὑποποίεισθον ὑποποιεῖσθων
Plural ὑποποίεισθε ὑποποιεῖσθων, ὑποποιεῖσθωσαν
Infinitive ὑποποίεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ὑποποιουμενος ὑποποιουμενου ὑποποιουμενη ὑποποιουμενης ὑποποιουμενον ὑποποιουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὑποποιήσω ὑποποιήσεις ὑποποιήσει
Dual ὑποποιήσετον ὑποποιήσετον
Plural ὑποποιήσομεν ὑποποιήσετε ὑποποιήσουσιν*
OptativeSingular ὑποποιήσοιμι ὑποποιήσοις ὑποποιήσοι
Dual ὑποποιήσοιτον ὑποποιησοίτην
Plural ὑποποιήσοιμεν ὑποποιήσοιτε ὑποποιήσοιεν
Infinitive ὑποποιήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ὑποποιησων ὑποποιησοντος ὑποποιησουσα ὑποποιησουσης ὑποποιησον ὑποποιησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὑποποιήσομαι ὑποποιήσει, ὑποποιήσῃ ὑποποιήσεται
Dual ὑποποιήσεσθον ὑποποιήσεσθον
Plural ὑποποιησόμεθα ὑποποιήσεσθε ὑποποιήσονται
OptativeSingular ὑποποιησοίμην ὑποποιήσοιο ὑποποιήσοιτο
Dual ὑποποιήσοισθον ὑποποιησοίσθην
Plural ὑποποιησοίμεθα ὑποποιήσοισθε ὑποποιήσοιντο
Infinitive ὑποποιήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ὑποποιησομενος ὑποποιησομενου ὑποποιησομενη ὑποποιησομενης ὑποποιησομενον ὑποποιησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to put under

  2. to produce gradually

  3. to gain by underhand tricks

  4. to assume

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION