헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑπεκκομίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὑπεκκομίζω ὑπεκκομιῶ

형태분석: ὑπ (접두사) + ἐκ (접두사) + κομίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 얻다, 획득하다, 알아듣다, 먹다, 받다
  1. to carry out or away secretly, to get, one's, carried secretly out

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπεκκομίζω

(나는) 얻는다

ὑπεκκομίζεις

(너는) 얻는다

ὑπεκκομίζει

(그는) 얻는다

쌍수 ὑπεκκομίζετον

(너희 둘은) 얻는다

ὑπεκκομίζετον

(그 둘은) 얻는다

복수 ὑπεκκομίζομεν

(우리는) 얻는다

ὑπεκκομίζετε

(너희는) 얻는다

ὑπεκκομίζουσιν*

(그들은) 얻는다

접속법단수 ὑπεκκομίζω

(나는) 얻자

ὑπεκκομίζῃς

(너는) 얻자

ὑπεκκομίζῃ

(그는) 얻자

쌍수 ὑπεκκομίζητον

(너희 둘은) 얻자

ὑπεκκομίζητον

(그 둘은) 얻자

복수 ὑπεκκομίζωμεν

(우리는) 얻자

ὑπεκκομίζητε

(너희는) 얻자

ὑπεκκομίζωσιν*

(그들은) 얻자

기원법단수 ὑπεκκομίζοιμι

(나는) 얻기를 (바라다)

ὑπεκκομίζοις

(너는) 얻기를 (바라다)

ὑπεκκομίζοι

(그는) 얻기를 (바라다)

쌍수 ὑπεκκομίζοιτον

(너희 둘은) 얻기를 (바라다)

ὑπεκκομιζοίτην

(그 둘은) 얻기를 (바라다)

복수 ὑπεκκομίζοιμεν

(우리는) 얻기를 (바라다)

ὑπεκκομίζοιτε

(너희는) 얻기를 (바라다)

ὑπεκκομίζοιεν

(그들은) 얻기를 (바라다)

명령법단수 ὑπεκκόμιζε

(너는) 얻어라

ὑπεκκομιζέτω

(그는) 얻어라

쌍수 ὑπεκκομίζετον

(너희 둘은) 얻어라

ὑπεκκομιζέτων

(그 둘은) 얻어라

복수 ὑπεκκομίζετε

(너희는) 얻어라

ὑπεκκομιζόντων, ὑπεκκομιζέτωσαν

(그들은) 얻어라

부정사 ὑπεκκομίζειν

얻는 것

분사 남성여성중성
ὑπεκκομιζων

ὑπεκκομιζοντος

ὑπεκκομιζουσα

ὑπεκκομιζουσης

ὑπεκκομιζον

ὑπεκκομιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπεκκομίζομαι

(나는) 얻힌다

ὑπεκκομίζει, ὑπεκκομίζῃ

(너는) 얻힌다

ὑπεκκομίζεται

(그는) 얻힌다

쌍수 ὑπεκκομίζεσθον

(너희 둘은) 얻힌다

ὑπεκκομίζεσθον

(그 둘은) 얻힌다

복수 ὑπεκκομιζόμεθα

(우리는) 얻힌다

ὑπεκκομίζεσθε

(너희는) 얻힌다

ὑπεκκομίζονται

(그들은) 얻힌다

접속법단수 ὑπεκκομίζωμαι

(나는) 얻히자

ὑπεκκομίζῃ

(너는) 얻히자

ὑπεκκομίζηται

(그는) 얻히자

쌍수 ὑπεκκομίζησθον

(너희 둘은) 얻히자

ὑπεκκομίζησθον

(그 둘은) 얻히자

복수 ὑπεκκομιζώμεθα

(우리는) 얻히자

ὑπεκκομίζησθε

(너희는) 얻히자

ὑπεκκομίζωνται

(그들은) 얻히자

기원법단수 ὑπεκκομιζοίμην

(나는) 얻히기를 (바라다)

ὑπεκκομίζοιο

(너는) 얻히기를 (바라다)

ὑπεκκομίζοιτο

(그는) 얻히기를 (바라다)

쌍수 ὑπεκκομίζοισθον

(너희 둘은) 얻히기를 (바라다)

ὑπεκκομιζοίσθην

(그 둘은) 얻히기를 (바라다)

복수 ὑπεκκομιζοίμεθα

(우리는) 얻히기를 (바라다)

ὑπεκκομίζοισθε

(너희는) 얻히기를 (바라다)

ὑπεκκομίζοιντο

(그들은) 얻히기를 (바라다)

명령법단수 ὑπεκκομίζου

(너는) 얻혀라

ὑπεκκομιζέσθω

(그는) 얻혀라

쌍수 ὑπεκκομίζεσθον

(너희 둘은) 얻혀라

ὑπεκκομιζέσθων

(그 둘은) 얻혀라

복수 ὑπεκκομίζεσθε

(너희는) 얻혀라

ὑπεκκομιζέσθων, ὑπεκκομιζέσθωσαν

(그들은) 얻혀라

부정사 ὑπεκκομίζεσθαι

얻히는 것

분사 남성여성중성
ὑπεκκομιζομενος

ὑπεκκομιζομενου

ὑπεκκομιζομενη

ὑπεκκομιζομενης

ὑπεκκομιζομενον

ὑπεκκομιζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπεκκομίω

(나는) 얻겠다

ὑπεκκομίεις

(너는) 얻겠다

ὑπεκκομίει

(그는) 얻겠다

쌍수 ὑπεκκομίειτον

(너희 둘은) 얻겠다

ὑπεκκομίειτον

(그 둘은) 얻겠다

복수 ὑπεκκομίουμεν

(우리는) 얻겠다

ὑπεκκομίειτε

(너희는) 얻겠다

ὑπεκκομίουσιν*

(그들은) 얻겠다

기원법단수 ὑπεκκομίοιμι

(나는) 얻겠기를 (바라다)

ὑπεκκομίοις

(너는) 얻겠기를 (바라다)

ὑπεκκομίοι

(그는) 얻겠기를 (바라다)

쌍수 ὑπεκκομίοιτον

(너희 둘은) 얻겠기를 (바라다)

ὑπεκκομιοίτην

(그 둘은) 얻겠기를 (바라다)

복수 ὑπεκκομίοιμεν

(우리는) 얻겠기를 (바라다)

ὑπεκκομίοιτε

(너희는) 얻겠기를 (바라다)

ὑπεκκομίοιεν

(그들은) 얻겠기를 (바라다)

부정사 ὑπεκκομίειν

얻을 것

분사 남성여성중성
ὑπεκκομιων

ὑπεκκομιουντος

ὑπεκκομιουσα

ὑπεκκομιουσης

ὑπεκκομιουν

ὑπεκκομιουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπεκκομίουμαι

(나는) 얻히겠다

ὑπεκκομίει, ὑπεκκομίῃ

(너는) 얻히겠다

ὑπεκκομίειται

(그는) 얻히겠다

쌍수 ὑπεκκομίεισθον

(너희 둘은) 얻히겠다

ὑπεκκομίεισθον

(그 둘은) 얻히겠다

복수 ὑπεκκομιοῦμεθα

(우리는) 얻히겠다

ὑπεκκομίεισθε

(너희는) 얻히겠다

ὑπεκκομίουνται

(그들은) 얻히겠다

기원법단수 ὑπεκκομιοίμην

(나는) 얻히겠기를 (바라다)

ὑπεκκομίοιο

(너는) 얻히겠기를 (바라다)

ὑπεκκομίοιτο

(그는) 얻히겠기를 (바라다)

쌍수 ὑπεκκομίοισθον

(너희 둘은) 얻히겠기를 (바라다)

ὑπεκκομιοίσθην

(그 둘은) 얻히겠기를 (바라다)

복수 ὑπεκκομιοίμεθα

(우리는) 얻히겠기를 (바라다)

ὑπεκκομίοισθε

(너희는) 얻히겠기를 (바라다)

ὑπεκκομίοιντο

(그들은) 얻히겠기를 (바라다)

부정사 ὑπεκκομίεισθαι

얻힐 것

분사 남성여성중성
ὑπεκκομιουμενος

ὑπεκκομιουμενου

ὑπεκκομιουμενη

ὑπεκκομιουμενης

ὑπεκκομιουμενον

ὑπεκκομιουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπεξεκόμιζον

(나는) 얻고 있었다

ὑπεξεκόμιζες

(너는) 얻고 있었다

ὑπεξεκόμιζεν*

(그는) 얻고 있었다

쌍수 ὑπεξεκομίζετον

(너희 둘은) 얻고 있었다

ὑπεξεκομιζέτην

(그 둘은) 얻고 있었다

복수 ὑπεξεκομίζομεν

(우리는) 얻고 있었다

ὑπεξεκομίζετε

(너희는) 얻고 있었다

ὑπεξεκόμιζον

(그들은) 얻고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπεξεκομιζόμην

(나는) 얻히고 있었다

ὑπεξεκομίζου

(너는) 얻히고 있었다

ὑπεξεκομίζετο

(그는) 얻히고 있었다

쌍수 ὑπεξεκομίζεσθον

(너희 둘은) 얻히고 있었다

ὑπεξεκομιζέσθην

(그 둘은) 얻히고 있었다

복수 ὑπεξεκομιζόμεθα

(우리는) 얻히고 있었다

ὑπεξεκομίζεσθε

(너희는) 얻히고 있었다

ὑπεξεκομίζοντο

(그들은) 얻히고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 얻다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION