- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὕλη?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: hylē 고전 발음: [휠레:] 신약 발음: [윌레]

기본형: ὕλη ὕλης

형태분석: ὑλ (어간) + η (어미)

  1. 나무, 숲, 목재, 덤불
  2. 목재, 장작, 땔나무
  3. 물질, 소재, 거리, 옷감, 실체
  4. 물질, 일
  1. wood, trees, forest
  2. timber, firewood
  3. stuff, material, substance,
  4. matter

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ὕλη

나무가

ὕλα

나무들이

ὕλαι

나무들이

속격 ὕλης

나무의

ὕλαιν

나무들의

ὑλῶν

나무들의

여격 ὕλῃ

나무에게

ὕλαιν

나무들에게

ὕλαις

나무들에게

대격 ὕλην

나무를

ὕλα

나무들을

ὕλας

나무들을

호격 ὕλη

나무야

ὕλα

나무들아

ὕλαι

나무들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὧν ἑκάστην ὁ παγγέωργος λογισμὸς περικαθαίρων τε καὶ ἀποκνίζων καὶ περιπλέκων καὶ ἐπάρδων καὶ πάντα τρόπον μεταχέων ἐξημεροῖ τὰς τῶν ἠθῶν καὶ παθῶν ὕλας. (Septuagint, Liber Maccabees IV 1:28)

    (70인역 성경, Liber Maccabees IV 1:28)

  • ἐπεὶ δὲ ἤγγελτο πυρπολῶν ὁ θεὸς ἤδη τὴν χώραν καὶ πόλεις αὐτάνδρους καταφλέγων καὶ ἀνάπτων τὰς ὕλας καὶ ἐν βραχεῖ πᾶσαν τὴν Ἰνδικὴν φλογὸς ἐμπεπληκώς - ὅπλον γάρ τι Διονυσιακὸν τὸ πῦρ, πατρῷον αὐτῷ κἀκ τοῦ κεραυνοῦ - ἐνταῦθα ἤδη σπουδῇ ἀνελάμβανον τὰ ὅπλα καὶ τοὺς ἐλέφαντας ἐπισάξαντες καὶ ἐγχαλινώσαντες καὶ τοὺς πύργους ἀναθέμενοι ἐπ αὐτοὺς ἀντεπεξῄεσαν, καταφρονοῦντες μὲν καὶ τότε, ὀργιζόμενοι δὲ ὅμως καὶ συντρῖψαι σπεύδοντες αὐτῷ στρατοπέδῳ τὸν ἀγένειον ἐκεῖνον στρατηλάτην. (Lucian, (no name) 3:2)

    (루키아노스, (no name) 3:2)

  • καὶ πρῶτον μὲν ὕλας ἀπετέμοντο καὶ ὄρη ἀνέθεσαν καὶ ὄρνεα καθιέρωσαν καὶ φυτὰ ἐπεφήμισαν ἑκάστῳ θεῷ. (Lucian, De sacrificiis, (no name) 10:3)

    (루키아노스, De sacrificiis, (no name) 10:3)

  • οἱ δὲ τοσοῦτον ἄρα ἐδέησάν με τῆς παλαιᾶς ἐκείνης ἀγνοίας ἀπαλλάξαι, ὥστε καὶ εἰς μείζους ἀπορίας φέροντες ἐνέβαλον, ἀρχάς τινας καὶ τέλη καὶ ἀτόμους καὶ κενὰ καὶ ὕλας καὶ ἰδέας καὶ τὰ τοιαῦτα ὁσημέραι μου καταχέοντες. (Lucian, Icaromenippus, (no name) 5:3)

    (루키아노스, Icaromenippus, (no name) 5:3)

  • μόχθοις τ ὠκυδρόμοις τ ἀέλ- λαις θρῴσκει πεδίον παραποτάμιον, ἡδομένα βροτῶν ἐρημίαις σκιαρο- κόμοιό τ ἔρνεσιν ὕλας. (Euripides, choral, strophe 12)

    (에우리피데스, choral, strophe 12)

유의어

  1. 나무

  2. 목재

  3. 물질

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION