헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὕλη

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὕλη ὕλης

형태분석: ὑλ (어간) + η (어미)

  1. 나무, 숲, 목재, 덤불
  2. 목재, 장작, 땔나무
  3. 물질, 소재, 거리, 옷감, 실체
  4. 물질, 일
  1. wood, trees, forest
  2. timber, firewood
  3. stuff, material, substance,
  4. matter

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ὕλη

나무가

ύ̔λᾱ

나무들이

ύ̔λαι

나무들이

속격 ύ̔λης

나무의

ύ̔λαιν

나무들의

ὑλῶν

나무들의

여격 ύ̔λῃ

나무에게

ύ̔λαιν

나무들에게

ύ̔λαις

나무들에게

대격 ύ̔λην

나무를

ύ̔λᾱ

나무들을

ύ̔λᾱς

나무들을

호격 ύ̔λη

나무야

ύ̔λᾱ

나무들아

ύ̔λαι

나무들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁ δὲ Κάλπησ λιμὴν ὁποῖόν τι χωρίον ἐστιν καὶ ὁποῖοσ ὁρ́μοσ, καὶ ὅτι πηγὴ ἐν αὐτῷ ψυχροῦ καὶ καθαροῦ ὕδατοσ, καὶ ὅτι ὗλαι πρὸσ τῇ θαλάσσῃ ξύλων ναυπηγησίμων, καὶ αὗται ἔνθηροι, ταῦτα Ξενοφῶντι τῷ πρεσβυτέρῳ λέλεκται. (Arrian, Periplus Ponti Euxini, chapter 12 7:1)

    (아리아노스, Periplus Ponti Euxini, chapter 12 7:1)

  • "εἰ δ’ ὥσ φασιν οὐδὲ τὰσ δρόσουσ ἀνέχεται, καθάπερ τὰ πλεῖστα τῶν Ἀραβικῶν, ἀλλ’ ἐξαμαυροῦται διαινόμενα καὶ φθείρεται, τί δὴ θαυμαστόν ἐστιν εἰ γίγνονται περὶ τὴν σελήνην ῥίζαι καὶ σπέρματα καὶ ὗλαι μηδὲν ὑετῶν δεόμεναι μηδὲ χιόνων ἀλλὰ πρὸσ θερινὸν ἀέρα καὶ λεπτὸν εὐφυῶσ ἔχουσαι; (Plutarch, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 2527)

    (플루타르코스, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 2527)

  • τέγξιεσ ἐπὶ τοῖσι φλεγμαίνουσι, τὰ πρῶτα μὲν στύφουσαι, ὅκωσ ἐσ παλίρροιαν ἰώσιν αἱ ὗλαι· ἔριά τ’ ὦν πιναρὰ ξὺν οἰσύπῳ, δευθέντα οἴνῳ καὶ ἀλείφατι τῷ ἀπὸ τῆσ ἐλαίησ τῆσ ὄμφακοσ. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 302)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 302)

  • γίγνονται δὲ πλείουσ ὗλαι τοῦ αὐτοῦ ὅταν θατέρου ἡ ἑτέρα ᾖ, οἱο͂ν φλέγμα ἐκ λιπαροῦ καὶ γλυκέοσ εἰ τὸ λιπαρὸν ἐκ τοῦ γλυκέοσ, ἐκ δὲ χολῆσ τῷ ἀναλύεσθαι εἰσ τὴν πρώτην ὕλην τὴν χολήν. (Aristotle, Metaphysics, Book 8 51:2)

    (아리스토텔레스, 형이상학, Book 8 51:2)

  • καὶ ἔτι αἱ ὗλαι. (Aristotle, Metaphysics, Book 12 51:3)

    (아리스토텔레스, 형이상학, Book 12 51:3)

유의어

  1. 나무

  2. 목재

  3. 물질

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION