- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὕλη?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: hylē 고전 발음: [휠레:] 신약 발음: [윌레]

기본형: ὕλη ὕλης

형태분석: ὑλ (어간) + η (어미)

  1. 나무, 숲, 목재, 덤불
  2. 목재, 장작, 땔나무
  3. 물질, 소재, 거리, 옷감, 실체
  4. 물질, 일
  1. wood, trees, forest
  2. timber, firewood
  3. stuff, material, substance,
  4. matter

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ὕλη

나무가

ὕλα

나무들이

ὕλαι

나무들이

속격 ὕλης

나무의

ὕλαιν

나무들의

ὑλῶν

나무들의

여격 ὕλῃ

나무에게

ὕλαιν

나무들에게

ὕλαις

나무들에게

대격 ὕλην

나무를

ὕλα

나무들을

ὕλας

나무들을

호격 ὕλη

나무야

ὕλα

나무들아

ὕλαι

나무들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • δεδοίκασι γὰρ ἐν κοίταις αὐτῶν, κάθηνται δὲ ἐν ὕλαις ἐνεδρεύοντες. (Septuagint, Liber Iob 38:40)

    (70인역 성경, 욥기 38:40)

  • ἡμεῖς δὲ πολὺ ὠμοτέρου λῃστοῦ μνήμην ποιησόμεθα, ὅσῳ μὴ ἐν ὕλαις καὶ ἐν ὄρεσιν, ἀλλ ἐν πόλεσιν οὗτος ἐλῄστευεν, οὐ Μυσίαν μόνην οὐδὲ τὴν Ἴδην κατατρέχων οὐδὲ ὀλίγα τῆς Ἀσίας μέρη τὰ ἐρημότερα λεηλατῶν, ἀλλὰ πᾶσαν ὡς εἰπεῖν τὴν Ῥωμαίων ἀρχὴν ἐμπλήσας τῆς λῃστείας τῆς αὑτοῦ. (Lucian, Alexander, (no name) 2:4)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 2:4)

  • ἦν τοίνυν πάλαι - ῥᾷον γὰρ οὕτω δῆλον ἂν γένοιτο, εἴ τι ἠδίκηκα ἐγὼ μετακοσμήσας καὶ νεωτερίσας τὰ περὶ τοὺς ἀνθρώπους - ἦν οὖν τὸ θεῖον μόνον καὶ τὸ ἐπουράνιον γένος, ἡ γῆ δὲ ἄγριόν τι χρῆμα καὶ ἄμορφον, ὕλαις ἅπασα καὶ ταύταις ἀνημέροις λάσιος, οὔτε δὲ βωμοὶ θεῶν ἢ νέως, - πόθεν γάρ ^ · (Lucian, Prometheus, (no name) 12:1)

    (루키아노스, Prometheus, (no name) 12:1)

  • καὶ πηλοῖς βαθέσι καὶ λόχμαις ἀφόροις καὶ ὕλαις ἐξηγρίωτο: (Plutarch, De esu carnium I, chapter, section 2 6:1)

    (플루타르코스, De esu carnium I, chapter, section 2 6:1)

  • ἔπειτα κατὰ τὸ μηδὲν αὐτῇ μυθῶδες προσάψαι, μηδ εἰς ἀπάτην καὶ γοητείαν τῶν πολλῶν ἐκτρέψαι τὴν γραφήν, ὡς οἱ πρὸ αὐτοῦ πάντες ἐποίησαν, Λαμίας τινὰς ἱστοροῦντες ἐν ὕλαις καὶ νάπαις ἐκ γῆς ἀνἱεμένας, καὶ Ναϊ´δας ἀμφιβίους ἐκ Ταρτάρων ἐξιούσας καὶ διὰ πελάγους νηχομένας καὶ μιξόθηρας, καὶ ταύτας εἰς ὁμιλίαν ἀνθρώποις συνερχομένας, καὶ ἐκ θνητῶν καὶ θείων συνουσιῶν γονὰς ἡμιθέους, καὶ ἄλλας τινὰς ἀπίστους τῷ καθ ἡμᾶς βίῳ καὶ πολὺ τὸ ἀνόητον ἔχειν δοκούσας ἱστορίας. (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 6 1:2)

    (디오니시오스, , chapter 6 1:2)

유의어

  1. 나무

  2. 목재

  3. 물질

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION