헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

τύραννος

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: τύραννος τύραννη τύραννον

형태분석: τυρανν (어간) + ος (어미)

  1. 왕의, 왕실의, 왕다운
  2. 오만한, 고압적인, 전제적인, 포악한
  1. kingly, royal, regal
  2. imperious, despotic

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 τύραννος

왕의 (이)가

τυράννη

왕의 (이)가

τύραννον

왕의 (것)가

속격 τυράννου

왕의 (이)의

τυράννης

왕의 (이)의

τυράννου

왕의 (것)의

여격 τυράννῳ

왕의 (이)에게

τυράννῃ

왕의 (이)에게

τυράννῳ

왕의 (것)에게

대격 τύραννον

왕의 (이)를

τυράννην

왕의 (이)를

τύραννον

왕의 (것)를

호격 τύραννε

왕의 (이)야

τυράννη

왕의 (이)야

τύραννον

왕의 (것)야

쌍수주/대/호 τυράννω

왕의 (이)들이

τυράννᾱ

왕의 (이)들이

τυράννω

왕의 (것)들이

속/여 τυράννοιν

왕의 (이)들의

τυράνναιν

왕의 (이)들의

τυράννοιν

왕의 (것)들의

복수주격 τύραννοι

왕의 (이)들이

τύρανναι

왕의 (이)들이

τύραννα

왕의 (것)들이

속격 τυράννων

왕의 (이)들의

τυραννῶν

왕의 (이)들의

τυράννων

왕의 (것)들의

여격 τυράννοις

왕의 (이)들에게

τυράνναις

왕의 (이)들에게

τυράννοις

왕의 (것)들에게

대격 τυράννους

왕의 (이)들을

τυράννᾱς

왕의 (이)들을

τύραννα

왕의 (것)들을

호격 τύραννοι

왕의 (이)들아

τύρανναι

왕의 (이)들아

τύραννα

왕의 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οἱ δὲ ἀκούσαντεσ ἐπαγωγὰ καὶ ὁρῶντεσ δεινά, οὐ μόνον οὐκ ἐφοβήθησαν, ἀλλὰ καὶ ἀντεφιλοσόφησαν τῷ τυράννῳ καὶ διὰ τῆσ εὐλογιστίασ τὴν τυραννίδα αὐτοῦ κατέλυσαν. (Septuagint, Liber Maccabees IV 8:15)

    (70인역 성경, Liber Maccabees IV 8:15)

  • οὐδὲ σιδήρου ἐκεῖνόσ γε δεήσεται, ἀλλ’ ἤν, τε χαλκὸν ἤν τε χρυσὸν ἀναθῇσ, ἄλλοισ μέν ποτε κτῆμα καὶ ἑρ́μαιον ἔσῃ ἀνατεθεικώσ, Φωκεῦσιν ἢ Βοιωτοῖσ ἢ Δελφοῖσ αὐτοῖσ ἤ τινι τυράννῳ ἢ λῃστῇ, τῷ δὲ θεῷ ὀλίγον μέλει τῶν σῶν χρυσοποιιῶν. (Lucian, Contemplantes, (no name) 12:24)

    (루키아노스, Contemplantes, (no name) 12:24)

  • ἄκουσον, ὦ τιμιωτάτη μοι θεῶν παροικῶν ἄνω τῷ τυράννῳ ^ πάνυ ἀκριβῶσ ἑώρων τὰ γιγνόμενα παρ’ αὐτῷ καί μοι ἐδόκει τότε ἰσόθεόσ τισ εἶναι· (Lucian, Cataplus, (no name) 16:3)

    (루키아노스, Cataplus, (no name) 16:3)

  • Αἰσχίνησ μέντοι ὁ Σωκρατικόσ, οὗτοσ ὁ τοὺσ μακροὺσ καὶ ἀστείουσ διαλόγουσ γράψασ, ἧκέν ποτε εἰσ Σικελίαν κομίζων αὐτούσ, εἴ πωσ δύναιτο δι’ αὐτῶν γνωσθῆναι Διονυσίῳ τῷ τυράννῳ, καὶ τὸν Μιλτιάδην ἀναγνοὺσ καὶ δόξασ εὐδοκιμηκέναι λοιπὸν ἐκάθητο ἐν Σικελίᾳ παρασιτῶν Διονυσίῳ καὶ ταῖσ Σωκράτουσ διατριβαῖσ ἐρρῶσθαι φράσασ. (Lucian, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 32:2)

    (루키아노스, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 32:2)

  • ὁ δὲ Πλάτων ὑμῶν ὁ γενναιότατοσ καὶ αὐτὸσ μὲν ἧκεν εἰσ Σικελίαν ἐπὶ τούτῳ, καὶ ὀλίγασ παρασιτήσασ ἡμέρασ τῷ τυράννῳ τοῦ παρασιτεῖν ὑπὸ ἀφυίασ ἐξέπεσε, καὶ πάλιν Ἀθήναζε ἀφικόμενοσ καὶ φιλοπονῄσασ καὶ παρασκευάσασ ἑαυτὸν αὖθισ δευτέρῳ στόλῳ ἐπέπλευσε τῇ Σικελίᾳ καὶ δειπνήσασ πάλιν ὀλίγασ ἡμέρασ ὑπὸ ἀμαθίασ ἐξέπεσε· (Lucian, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 34:1)

    (루키아노스, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 34:1)

유의어

  1. 왕의

  2. 오만한

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION