Ancient Greek-English Dictionary Language

τρητός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: τρητός τρητή τρητόν

Structure: τρητ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: tetrai/nw의 분사형

Sense

  1. perforated, with a hole in it, inlaid, having holes

Examples

  • γλυκεῖα δὲ φρὴν καὶ συμπόταισιν ὁμιλεῖν μελισσᾶν ἀμείβεται τρητὸν πόνον. (Pindar, Odes, pythian odes, pythian 6 6:3)
  • Δάφνισ ὁ λευκόχρωσ, ὁ καλᾷ σύριγγι μελίσδων βουκολικοὺσ ὕμνουσ, ἄνθετο Πανὶ τάδε, τοὺσ τρητοὺσ δόνακασ, τὸ λαγωβόλον, ὀξὺν ἄκοντα, νεβρίδα, τὰν πήραν, ᾇ ποκ’ ἐμαλοφόρει. (Theocritus, Idylls1)
  • τὼσ τρητὼσ δόνακασ, τὸ νάκοσ τόδε, τάν τε κορύναν ἄνθεσο Πανὶ φίλῳ, Δάφνι γυναικοφίλα. (Unknown, Greek Anthology, book 6, chapter 781)
  • καὶ τρητοὺσ ποδεῶνασ ὁ γατόμοσ ἄνθετο Δηοῖ Πάρμισ, ἀνιηρῶν παυσάμενοσ καμάτων. (Unknown, Greek Anthology, book 6, chapter 95 1:1)
  • τοὺσ τρητοὺσ δόνακασ, τὸ λαγωβόλον, ὀξὺν ἄκοντα, νεβρίδα, τὰν πήραν, ᾇ ποτ’ ἐμαλοφόρει. (Unknown, Greek Anthology, book 6, chapter 1772)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION