헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ταράσσω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ταράσσω

형태분석: ταράσς (어간) + ω (인칭어미)

어원: cf. qra/ssw

  1. 혼란시키다, 어지럽히다
  2. 선동하다, 동요시키다
  1. I disturb
  2. I agitate

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ταράσσω

(나는) 혼란시킨다

ταράσσεις

(너는) 혼란시킨다

ταράσσει

(그는) 혼란시킨다

쌍수 ταράσσετον

(너희 둘은) 혼란시킨다

ταράσσετον

(그 둘은) 혼란시킨다

복수 ταράσσομεν

(우리는) 혼란시킨다

ταράσσετε

(너희는) 혼란시킨다

ταράσσουσιν*

(그들은) 혼란시킨다

접속법단수 ταράσσω

(나는) 혼란시키자

ταράσσῃς

(너는) 혼란시키자

ταράσσῃ

(그는) 혼란시키자

쌍수 ταράσσητον

(너희 둘은) 혼란시키자

ταράσσητον

(그 둘은) 혼란시키자

복수 ταράσσωμεν

(우리는) 혼란시키자

ταράσσητε

(너희는) 혼란시키자

ταράσσωσιν*

(그들은) 혼란시키자

기원법단수 ταράσσοιμι

(나는) 혼란시키기를 (바라다)

ταράσσοις

(너는) 혼란시키기를 (바라다)

ταράσσοι

(그는) 혼란시키기를 (바라다)

쌍수 ταράσσοιτον

(너희 둘은) 혼란시키기를 (바라다)

ταρασσοίτην

(그 둘은) 혼란시키기를 (바라다)

복수 ταράσσοιμεν

(우리는) 혼란시키기를 (바라다)

ταράσσοιτε

(너희는) 혼란시키기를 (바라다)

ταράσσοιεν

(그들은) 혼란시키기를 (바라다)

명령법단수 τάρασσε

(너는) 혼란시켜라

ταρασσέτω

(그는) 혼란시켜라

쌍수 ταράσσετον

(너희 둘은) 혼란시켜라

ταρασσέτων

(그 둘은) 혼란시켜라

복수 ταράσσετε

(너희는) 혼란시켜라

ταρασσόντων, ταρασσέτωσαν

(그들은) 혼란시켜라

부정사 ταράσσειν

혼란시키는 것

분사 남성여성중성
ταρασσων

ταρασσοντος

ταρασσουσα

ταρασσουσης

ταρασσον

ταρασσοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ταράσσομαι

(나는) 혼란한다

ταράσσει, ταράσσῃ

(너는) 혼란한다

ταράσσεται

(그는) 혼란한다

쌍수 ταράσσεσθον

(너희 둘은) 혼란한다

ταράσσεσθον

(그 둘은) 혼란한다

복수 ταρασσόμεθα

(우리는) 혼란한다

ταράσσεσθε

(너희는) 혼란한다

ταράσσονται

(그들은) 혼란한다

접속법단수 ταράσσωμαι

(나는) 혼란하자

ταράσσῃ

(너는) 혼란하자

ταράσσηται

(그는) 혼란하자

쌍수 ταράσσησθον

(너희 둘은) 혼란하자

ταράσσησθον

(그 둘은) 혼란하자

복수 ταρασσώμεθα

(우리는) 혼란하자

ταράσσησθε

(너희는) 혼란하자

ταράσσωνται

(그들은) 혼란하자

기원법단수 ταρασσοίμην

(나는) 혼란하기를 (바라다)

ταράσσοιο

(너는) 혼란하기를 (바라다)

ταράσσοιτο

(그는) 혼란하기를 (바라다)

쌍수 ταράσσοισθον

(너희 둘은) 혼란하기를 (바라다)

ταρασσοίσθην

(그 둘은) 혼란하기를 (바라다)

복수 ταρασσοίμεθα

(우리는) 혼란하기를 (바라다)

ταράσσοισθε

(너희는) 혼란하기를 (바라다)

ταράσσοιντο

(그들은) 혼란하기를 (바라다)

명령법단수 ταράσσου

(너는) 혼란해라

ταρασσέσθω

(그는) 혼란해라

쌍수 ταράσσεσθον

(너희 둘은) 혼란해라

ταρασσέσθων

(그 둘은) 혼란해라

복수 ταράσσεσθε

(너희는) 혼란해라

ταρασσέσθων, ταρασσέσθωσαν

(그들은) 혼란해라

부정사 ταράσσεσθαι

혼란하는 것

분사 남성여성중성
ταρασσομενος

ταρασσομενου

ταρασσομενη

ταρασσομενης

ταρασσομενον

ταρασσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐτάρασσον

(나는) 혼란시키고 있었다

ἐτάρασσες

(너는) 혼란시키고 있었다

ἐτάρασσεν*

(그는) 혼란시키고 있었다

쌍수 ἐταράσσετον

(너희 둘은) 혼란시키고 있었다

ἐταρασσέτην

(그 둘은) 혼란시키고 있었다

복수 ἐταράσσομεν

(우리는) 혼란시키고 있었다

ἐταράσσετε

(너희는) 혼란시키고 있었다

ἐτάρασσον

(그들은) 혼란시키고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐταρασσόμην

(나는) 혼란하고 있었다

ἐταράσσου

(너는) 혼란하고 있었다

ἐταράσσετο

(그는) 혼란하고 있었다

쌍수 ἐταράσσεσθον

(너희 둘은) 혼란하고 있었다

ἐταρασσέσθην

(그 둘은) 혼란하고 있었다

복수 ἐταρασσόμεθα

(우리는) 혼란하고 있었다

ἐταράσσεσθε

(너희는) 혼란하고 있었다

ἐταράσσοντο

(그들은) 혼란하고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ἔφριξε τὸ πνεῦμά μου ἐν τῇ ἕξει μου, ἐγὼ Δανιήλ, καὶ αἱ ὁράσεισ τῆσ κεφαλῆσ μου ἐτάρασσόν με. (Septuagint, Prophetia Danielis 7:15)

    (70인역 성경, 다니엘서 7:15)

  • ὑβρίζοντεσ ὧν οἱ ὄνοι ἐτάρασσον τὴν ἵππον τῶν Σκυθέων. (Herodotus, The Histories, book 4, chapter 129 2:2)

    (헤로도토스, The Histories, book 4, chapter 129 2:2)

  • οἱ δὲ νεκροὶ καὶ τὰ ναυήγια ἐξεφέποντο ἐσ τὰσ Ἀφέτασ, καὶ περί τε τὰσ πρῴρασ τῶν νεῶν εἱλέοντο καὶ ἐτάρασσον τοὺσ ταρσοὺσ τῶν κωπέων. (Herodotus, The Histories, book 8, chapter 12 2:2)

    (헤로도토스, The Histories, book 8, chapter 12 2:2)

  • οἱ δὲ Μεσσήνιοι συνεστραμμένοι μετ’ ἀλλήλων, ὁπότε ἀθρόοι τοῖσ Ἀκαρνᾶσιν ἐμπέσοιεν, ἐτάρασσον μὲν τοὺσ κατὰ ταὐτὸ ἑστηκότασ καὶ ἐφόνευόν τε αὐτῶν καὶ ἐτίτρωσκον πολλούσ, τελέαν δὲ οὐκ ἐδύναντο ἐργάσασθαι φυγήν· (Pausanias, Description of Greece, , chapter 25 10:1)

    (파우사니아스, Description of Greece, , chapter 25 10:1)

유의어

  1. 혼란시키다

  2. 선동하다

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION