헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συντήκω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συντήκω συντήξω

형태분석: συν (접두사) + τήκ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 녹이다, 녹다, 용해시키다, 서서히 녹다
  2. 사라지다, 자취를 감추다, 가시다, 없어지다
  1. to fuse into one mass, to weld together
  2. to melt down, dissolve, to make to waste or pine away
  3. to be fused into one mass, to become absolutely one with
  4. to melt away, disappear, to waste or fall away

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συντήκω

συντήκεις

συντήκει

쌍수 συντήκετον

συντήκετον

복수 συντήκομεν

συντήκετε

συντήκουσιν*

접속법단수 συντήκω

συντήκῃς

συντήκῃ

쌍수 συντήκητον

συντήκητον

복수 συντήκωμεν

συντήκητε

συντήκωσιν*

기원법단수 συντήκοιμι

συντήκοις

συντήκοι

쌍수 συντήκοιτον

συντηκοίτην

복수 συντήκοιμεν

συντήκοιτε

συντήκοιεν

명령법단수 συντήκε

συντηκέτω

쌍수 συντήκετον

συντηκέτων

복수 συντήκετε

συντηκόντων, συντηκέτωσαν

부정사 συντήκειν

분사 남성여성중성
συντηκων

συντηκοντος

συντηκουσα

συντηκουσης

συντηκον

συντηκοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συντήκομαι

συντήκει, συντήκῃ

συντήκεται

쌍수 συντήκεσθον

συντήκεσθον

복수 συντηκόμεθα

συντήκεσθε

συντήκονται

접속법단수 συντήκωμαι

συντήκῃ

συντήκηται

쌍수 συντήκησθον

συντήκησθον

복수 συντηκώμεθα

συντήκησθε

συντήκωνται

기원법단수 συντηκοίμην

συντήκοιο

συντήκοιτο

쌍수 συντήκοισθον

συντηκοίσθην

복수 συντηκοίμεθα

συντήκοισθε

συντήκοιντο

명령법단수 συντήκου

συντηκέσθω

쌍수 συντήκεσθον

συντηκέσθων

복수 συντήκεσθε

συντηκέσθων, συντηκέσθωσαν

부정사 συντήκεσθαι

분사 남성여성중성
συντηκομενος

συντηκομενου

συντηκομενη

συντηκομενης

συντηκομενον

συντηκομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ἀριστοβούλῳ γε μὴν εὐθὺσ ἡ περὶ τοῦ μύσουσ μεταμέλεια νόσον ἐνσκήπτει καὶ πρὸσ ἔννοιαν τοῦ φόνου τὴν ψυχὴν ἔχων ἀεὶ τεταραγμένην συνετήκετο, μέχρι τῶν σπλάγχνων ὑπ’ ἀκράτου τῆσ λύπησ σπαραττομένων ἄθρουν αἷμα ἀναβάλλει. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 117:1)

    (플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 117:1)

유의어

  1. to fuse into one mass

    • κροτέω (to hammer or weld together, to be wrought by the hammer, one mass)
  2. 녹이다

  3. 사라지다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION