헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συντελέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συντελέω συντελέσω

형태분석: συν (접두사) + τελέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 완성하다, 수행하다, 완료하다, 채우다, 달성하다, 성취하다
  2. 기여하다, 돕다, 도와주다
  3. 들어가다, ~에 속하다, ~에 기인하다, ~성격이 있다, 관계되어 있다
  1. to bring quite to an end, complete, accomplish, to make up the whole, to make up the number
  2. to pay towards common expenses, contribute
  3. contributions, to belong to, be counted, tributary or subject to

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συντελῶ

(나는) 완성한다

συντελεῖς

(너는) 완성한다

συντελεῖ

(그는) 완성한다

쌍수 συντελεῖτον

(너희 둘은) 완성한다

συντελεῖτον

(그 둘은) 완성한다

복수 συντελοῦμεν

(우리는) 완성한다

συντελεῖτε

(너희는) 완성한다

συντελοῦσιν*

(그들은) 완성한다

접속법단수 συντελῶ

(나는) 완성하자

συντελῇς

(너는) 완성하자

συντελῇ

(그는) 완성하자

쌍수 συντελῆτον

(너희 둘은) 완성하자

συντελῆτον

(그 둘은) 완성하자

복수 συντελῶμεν

(우리는) 완성하자

συντελῆτε

(너희는) 완성하자

συντελῶσιν*

(그들은) 완성하자

기원법단수 συντελοῖμι

(나는) 완성하기를 (바라다)

συντελοῖς

(너는) 완성하기를 (바라다)

συντελοῖ

(그는) 완성하기를 (바라다)

쌍수 συντελοῖτον

(너희 둘은) 완성하기를 (바라다)

συντελοίτην

(그 둘은) 완성하기를 (바라다)

복수 συντελοῖμεν

(우리는) 완성하기를 (바라다)

συντελοῖτε

(너희는) 완성하기를 (바라다)

συντελοῖεν

(그들은) 완성하기를 (바라다)

명령법단수 συντέλει

(너는) 완성해라

συντελείτω

(그는) 완성해라

쌍수 συντελεῖτον

(너희 둘은) 완성해라

συντελείτων

(그 둘은) 완성해라

복수 συντελεῖτε

(너희는) 완성해라

συντελούντων, συντελείτωσαν

(그들은) 완성해라

부정사 συντελεῖν

완성하는 것

분사 남성여성중성
συντελων

συντελουντος

συντελουσα

συντελουσης

συντελουν

συντελουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συντελοῦμαι

(나는) 완성된다

συντελεῖ, συντελῇ

(너는) 완성된다

συντελεῖται

(그는) 완성된다

쌍수 συντελεῖσθον

(너희 둘은) 완성된다

συντελεῖσθον

(그 둘은) 완성된다

복수 συντελούμεθα

(우리는) 완성된다

συντελεῖσθε

(너희는) 완성된다

συντελοῦνται

(그들은) 완성된다

접속법단수 συντελῶμαι

(나는) 완성되자

συντελῇ

(너는) 완성되자

συντελῆται

(그는) 완성되자

쌍수 συντελῆσθον

(너희 둘은) 완성되자

συντελῆσθον

(그 둘은) 완성되자

복수 συντελώμεθα

(우리는) 완성되자

συντελῆσθε

(너희는) 완성되자

συντελῶνται

(그들은) 완성되자

기원법단수 συντελοίμην

(나는) 완성되기를 (바라다)

συντελοῖο

(너는) 완성되기를 (바라다)

συντελοῖτο

(그는) 완성되기를 (바라다)

쌍수 συντελοῖσθον

(너희 둘은) 완성되기를 (바라다)

συντελοίσθην

(그 둘은) 완성되기를 (바라다)

복수 συντελοίμεθα

(우리는) 완성되기를 (바라다)

συντελοῖσθε

(너희는) 완성되기를 (바라다)

συντελοῖντο

(그들은) 완성되기를 (바라다)

명령법단수 συντελοῦ

(너는) 완성되어라

συντελείσθω

(그는) 완성되어라

쌍수 συντελεῖσθον

(너희 둘은) 완성되어라

συντελείσθων

(그 둘은) 완성되어라

복수 συντελεῖσθε

(너희는) 완성되어라

συντελείσθων, συντελείσθωσαν

(그들은) 완성되어라

부정사 συντελεῖσθαι

완성되는 것

분사 남성여성중성
συντελουμενος

συντελουμενου

συντελουμενη

συντελουμενης

συντελουμενον

συντελουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συντελέσω

(나는) 완성하겠다

συντελέσεις

(너는) 완성하겠다

συντελέσει

(그는) 완성하겠다

쌍수 συντελέσετον

(너희 둘은) 완성하겠다

συντελέσετον

(그 둘은) 완성하겠다

복수 συντελέσομεν

(우리는) 완성하겠다

συντελέσετε

(너희는) 완성하겠다

συντελέσουσιν*

(그들은) 완성하겠다

기원법단수 συντελέσοιμι

(나는) 완성하겠기를 (바라다)

συντελέσοις

(너는) 완성하겠기를 (바라다)

συντελέσοι

(그는) 완성하겠기를 (바라다)

쌍수 συντελέσοιτον

(너희 둘은) 완성하겠기를 (바라다)

συντελεσοίτην

(그 둘은) 완성하겠기를 (바라다)

복수 συντελέσοιμεν

(우리는) 완성하겠기를 (바라다)

συντελέσοιτε

(너희는) 완성하겠기를 (바라다)

συντελέσοιεν

(그들은) 완성하겠기를 (바라다)

부정사 συντελέσειν

완성할 것

분사 남성여성중성
συντελεσων

συντελεσοντος

συντελεσουσα

συντελεσουσης

συντελεσον

συντελεσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συντελέσομαι

(나는) 완성되겠다

συντελέσει, συντελέσῃ

(너는) 완성되겠다

συντελέσεται

(그는) 완성되겠다

쌍수 συντελέσεσθον

(너희 둘은) 완성되겠다

συντελέσεσθον

(그 둘은) 완성되겠다

복수 συντελεσόμεθα

(우리는) 완성되겠다

συντελέσεσθε

(너희는) 완성되겠다

συντελέσονται

(그들은) 완성되겠다

기원법단수 συντελεσοίμην

(나는) 완성되겠기를 (바라다)

συντελέσοιο

(너는) 완성되겠기를 (바라다)

συντελέσοιτο

(그는) 완성되겠기를 (바라다)

쌍수 συντελέσοισθον

(너희 둘은) 완성되겠기를 (바라다)

συντελεσοίσθην

(그 둘은) 완성되겠기를 (바라다)

복수 συντελεσοίμεθα

(우리는) 완성되겠기를 (바라다)

συντελέσοισθε

(너희는) 완성되겠기를 (바라다)

συντελέσοιντο

(그들은) 완성되겠기를 (바라다)

부정사 συντελέσεσθαι

완성될 것

분사 남성여성중성
συντελεσομενος

συντελεσομενου

συντελεσομενη

συντελεσομενης

συντελεσομενον

συντελεσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνετέλουν

(나는) 완성하고 있었다

συνετέλεις

(너는) 완성하고 있었다

συνετέλειν*

(그는) 완성하고 있었다

쌍수 συνετελεῖτον

(너희 둘은) 완성하고 있었다

συνετελείτην

(그 둘은) 완성하고 있었다

복수 συνετελοῦμεν

(우리는) 완성하고 있었다

συνετελεῖτε

(너희는) 완성하고 있었다

συνετέλουν

(그들은) 완성하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνετελούμην

(나는) 완성되고 있었다

συνετελοῦ

(너는) 완성되고 있었다

συνετελεῖτο

(그는) 완성되고 있었다

쌍수 συνετελεῖσθον

(너희 둘은) 완성되고 있었다

συνετελείσθην

(그 둘은) 완성되고 있었다

복수 συνετελούμεθα

(우리는) 완성되고 있었다

συνετελεῖσθε

(너희는) 완성되고 있었다

συνετελοῦντο

(그들은) 완성되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐπεὶ [τὸ] πρὸσ τὸ θεῖον εὐσεβέσ τε καὶ ὅσιον ἐν ἅπαντι καιρῷ διὰ σπουδῆσ ἔχομεν κατακολουθοῦντεσ τῷ δήμῳ τῶν Ῥωμαίων πάντων ἀνθρώπων ὄντι εὐεργέτῃ καὶ οἷσ περὶ τῆσ Ιοὐδαίων φιλίασ καὶ συμμαχίασ πρὸσ τὴν πόλιν ἔγραψεν, ὅπωσ συντελῶνται αὐτοῖσ αἱ εἰσ τὸν θεὸν ἱεροποιίαι καὶ ἑορταὶ αἱ εἰθισμέναι καὶ σύνοδοι, δεδόχθαι καὶ ἡμῖν Ιοὐδαίων τοὺσ βουλομένουσ ἄνδρασ τε καὶ γυναῖκασ τά τε σάββατα ἄγειν καὶ τὰ ἱερὰ συντελεῖν κατὰ τοὺσ Ιοὐδαίων νόμουσ καὶ τὰσ προσευχὰσ ποιεῖσθαι πρὸσ τῇ θαλάττῃ κατὰ τὸ πάτριον ἔθοσ. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 14 328:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 14 328:1)

유의어

  1. 완성하다

  2. 기여하다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION