헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνθήκη

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συνθήκη συνθήκης

형태분석: συνθηκ (어간) + η (어미)

어원: sunti/qhmi

  1. 대회, 동의, 약속, 습관
  1. a compounding, especially of words and sentences
  2. convention, compact, article of a compact or treaty

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Συνθήκη τὰ μὲν το[ίν]υν πεπραγμένα, ὦ ἄνδρεσ δικασταί, καθ’ ἓν ἕκαστον ἀκηκόατε. (Hyperides, Speeches, 12:8)

    (히페레이데스, Speeches, 12:8)

  • καὶ μὴν καὶ συνθήκῃ τῶν ὀνομάτων εὐκράτῳ καὶ μέσῃ χρηστέον, οὔτε ἄγαν ἀφιστάντα καὶ ἀπαρτῶντα ‐ τραχὺ γάρ ‐ οὔτε ῥυθμῷ παῤ ὀλίγον, ὡσ οἱ πολλοί, συνάπτοντα· (Lucian, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 461)

    (루키아노스, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 461)

  • ἔστι γάρ τι ὃ μαντεύονται πάντεσ, φύσει κοινὸν δίκαιον καὶ ἄδικον, κἂν μηδεμία κοινωνία πρὸσ ἀλλήλουσ ᾖ μηδὲ συνθήκη, οἱο͂ν καὶ ἡ Σοφοκλέουσ Ἀντιγόνη φαίνεται λέγουσα, ὅτι δίκαιον ἀπειρημένου θάψαι τὸν Πολυνείκη, ὡσ φύσει ὂν τοῦτο δίκαιον· (Aristotle, Rhetoric, Book 1, chapter 13 2:2)

    (아리스토텔레스, 수사학, Book 1, chapter 13 2:2)

  • ἡ γὰρ συνθήκη νόμοσ ἐστὶν ἴδιοσ καὶ κατὰ μέροσ, καὶ αἱ μὲν συνθῆκαι οὐ ποιοῦσι τὸν νόμον κύριον, οἱ δὲ νόμοι τὰσ κατὰ νόμουσ συνθήκασ, καὶ ὅλωσ αὐτὸσ ὁ νόμοσ συνθήκη τίσ ἐστιν, ὥστε ὅστισ ἀπιστεῖ ἢ ἀναιρεῖ συνθήκην τοὺσ νόμουσ ἀναιρεῖ. (Aristotle, Rhetoric, Book 1, chapter 15 21:4)

    (아리스토텔레스, 수사학, Book 1, chapter 15 21:4)

유의어

  1. a compounding

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION