헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συναπορρήγνυμι

-νυμι 무어간모음 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συναπορρήγνυμι συναπορρήξω

형태분석: συν (접두사) + ἀπο (접두사) + ῥήγνυ (어간) + μι (인칭어미)

  1. to break together

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συναπορρήγνυμι

συναπορρήγνυς

συναπορρήγνυσιν*

쌍수 συναπορρήγνυτον

συναπορρήγνυτον

복수 συναπορρήγνυμεν

συναπορρήγνυτε

συναπορρηγνύᾱσιν*

접속법단수 συναπορρηγνύω

συναπορρηγνύῃς

συναπορρηγνύῃ

쌍수 συναπορρηγνύητον

συναπορρηγνύητον

복수 συναπορρηγνύωμεν

συναπορρηγνύητε

συναπορρηγνύωσιν*

기원법단수 συναπορρηγνύοιμι

συναπορρηγνύοις

συναπορρηγνύοι

쌍수 συναπορρηγνύοιτον

συναπορρηγνυοίτην

복수 συναπορρηγνύοιμεν

συναπορρηγνύοιτε

συναπορρηγνύοιεν

명령법단수 συναπορρήγνυ

συναπορρηγνύτω

쌍수 συναπορρήγνυτον

συναπορρηγνύτων

복수 συναπορρήγνυτε

συναπορρηγνύντων

부정사 συναπορρηγνύναι

분사 남성여성중성
συναπορρηγνῡς

συναπορρηγνυντος

συναπορρηγνῡσα

συναπορρηγνῡσης

συναπορρηγνυν

συναπορρηγνυντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συναπορρήγνυμαι

συναπορρήγνυσαι

συναπορρήγνυται

쌍수 συναπορρήγνυσθον

συναπορρήγνυσθον

복수 συναπορρηγνύμεθα

συναπορρήγνυσθε

συναπορρήγνυνται

접속법단수 συναπορρηγνύωμαι

συναπορρηγνύῃ

συναπορρηγνύηται

쌍수 συναπορρηγνύησθον

συναπορρηγνύησθον

복수 συναπορρηγνυώμεθα

συναπορρηγνύησθε

συναπορρηγνύωνται

기원법단수 συναπορρηγνυοίμην

συναπορρηγνύοιο

συναπορρηγνύοιτο

쌍수 συναπορρηγνύοισθον

συναπορρηγνυοίσθην

복수 συναπορρηγνυοίμεθα

συναπορρηγνύοισθε

συναπορρηγνύοιντο

명령법단수 συναπορρήγνυσο

συναπορρηγνύσθω

쌍수 συναπορρήγνυσθον

συναπορρηγνύσθων

복수 συναπορρήγνυσθε

συναπορρηγνύσθων

부정사 συναπορρήγνυσθαι

분사 남성여성중성
συναπορρηγνυμενος

συναπορρηγνυμενου

συναπορρηγνυμενη

συναπορρηγνυμενης

συναπορρηγνυμενον

συναπορρηγνυμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συναπορρήξω

συναπορρήξεις

συναπορρήξει

쌍수 συναπορρήξετον

συναπορρήξετον

복수 συναπορρήξομεν

συναπορρήξετε

συναπορρήξουσιν*

기원법단수 συναπορρήξοιμι

συναπορρήξοις

συναπορρήξοι

쌍수 συναπορρήξοιτον

συναπορρηξοίτην

복수 συναπορρήξοιμεν

συναπορρήξοιτε

συναπορρήξοιεν

부정사 συναπορρήξειν

분사 남성여성중성
συναπορρηξων

συναπορρηξοντος

συναπορρηξουσα

συναπορρηξουσης

συναπορρηξον

συναπορρηξοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συναπορρήξομαι

συναπορρήξει, συναπορρήξῃ

συναπορρήξεται

쌍수 συναπορρήξεσθον

συναπορρήξεσθον

복수 συναπορρηξόμεθα

συναπορρήξεσθε

συναπορρήξονται

기원법단수 συναπορρηξοίμην

συναπορρήξοιο

συναπορρήξοιτο

쌍수 συναπορρήξοισθον

συναπορρηξοίσθην

복수 συναπορρηξοίμεθα

συναπορρήξοισθε

συναπορρήξοιντο

부정사 συναπορρήξεσθαι

분사 남성여성중성
συναπορρηξομενος

συναπορρηξομενου

συναπορρηξομενη

συναπορρηξομενης

συναπορρηξομενον

συναπορρηξομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to break together

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION