헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συναπολάμπω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συναπολάμπω συναπολάμψω

형태분석: συν (접두사) + ἀπο (접두사) + λάμπ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to shine forth together

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συναπολάμπω

συναπολάμπεις

συναπολάμπει

쌍수 συναπολάμπετον

συναπολάμπετον

복수 συναπολάμπομεν

συναπολάμπετε

συναπολάμπουσιν*

접속법단수 συναπολάμπω

συναπολάμπῃς

συναπολάμπῃ

쌍수 συναπολάμπητον

συναπολάμπητον

복수 συναπολάμπωμεν

συναπολάμπητε

συναπολάμπωσιν*

기원법단수 συναπολάμποιμι

συναπολάμποις

συναπολάμποι

쌍수 συναπολάμποιτον

συναπολαμποίτην

복수 συναπολάμποιμεν

συναπολάμποιτε

συναπολάμποιεν

명령법단수 συναπολάμπε

συναπολαμπέτω

쌍수 συναπολάμπετον

συναπολαμπέτων

복수 συναπολάμπετε

συναπολαμπόντων, συναπολαμπέτωσαν

부정사 συναπολάμπειν

분사 남성여성중성
συναπολαμπων

συναπολαμποντος

συναπολαμπουσα

συναπολαμπουσης

συναπολαμπον

συναπολαμποντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συναπολάμπομαι

συναπολάμπει, συναπολάμπῃ

συναπολάμπεται

쌍수 συναπολάμπεσθον

συναπολάμπεσθον

복수 συναπολαμπόμεθα

συναπολάμπεσθε

συναπολάμπονται

접속법단수 συναπολάμπωμαι

συναπολάμπῃ

συναπολάμπηται

쌍수 συναπολάμπησθον

συναπολάμπησθον

복수 συναπολαμπώμεθα

συναπολάμπησθε

συναπολάμπωνται

기원법단수 συναπολαμποίμην

συναπολάμποιο

συναπολάμποιτο

쌍수 συναπολάμποισθον

συναπολαμποίσθην

복수 συναπολαμποίμεθα

συναπολάμποισθε

συναπολάμποιντο

명령법단수 συναπολάμπου

συναπολαμπέσθω

쌍수 συναπολάμπεσθον

συναπολαμπέσθων

복수 συναπολάμπεσθε

συναπολαμπέσθων, συναπολαμπέσθωσαν

부정사 συναπολάμπεσθαι

분사 남성여성중성
συναπολαμπομενος

συναπολαμπομενου

συναπολαμπομενη

συναπολαμπομενης

συναπολαμπομενον

συναπολαμπομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συναπολάμψω

συναπολάμψεις

συναπολάμψει

쌍수 συναπολάμψετον

συναπολάμψετον

복수 συναπολάμψομεν

συναπολάμψετε

συναπολάμψουσιν*

기원법단수 συναπολάμψοιμι

συναπολάμψοις

συναπολάμψοι

쌍수 συναπολάμψοιτον

συναπολαμψοίτην

복수 συναπολάμψοιμεν

συναπολάμψοιτε

συναπολάμψοιεν

부정사 συναπολάμψειν

분사 남성여성중성
συναπολαμψων

συναπολαμψοντος

συναπολαμψουσα

συναπολαμψουσης

συναπολαμψον

συναπολαμψοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συναπολάμψομαι

συναπολάμψει, συναπολάμψῃ

συναπολάμψεται

쌍수 συναπολάμψεσθον

συναπολάμψεσθον

복수 συναπολαμψόμεθα

συναπολάμψεσθε

συναπολάμψονται

기원법단수 συναπολαμψοίμην

συναπολάμψοιο

συναπολάμψοιτο

쌍수 συναπολάμψοισθον

συναπολαμψοίσθην

복수 συναπολαμψοίμεθα

συναπολάμψοισθε

συναπολάμψοιντο

부정사 συναπολάμψεσθαι

분사 남성여성중성
συναπολαμψομενος

συναπολαμψομενου

συναπολαμψομενη

συναπολαμψομενης

συναπολαμψομενον

συναπολαμψομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to shine forth together

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION