헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συμμεταβάλλω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συμμεταβάλλω συμμεταβαλῶ

형태분석: συμ (접두사) + μεταβάλλ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to change along with, to change sides and take part with
  2. to change with or together

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμμεταβάλλω

συμμεταβάλλεις

συμμεταβάλλει

쌍수 συμμεταβάλλετον

συμμεταβάλλετον

복수 συμμεταβάλλομεν

συμμεταβάλλετε

συμμεταβάλλουσιν*

접속법단수 συμμεταβάλλω

συμμεταβάλλῃς

συμμεταβάλλῃ

쌍수 συμμεταβάλλητον

συμμεταβάλλητον

복수 συμμεταβάλλωμεν

συμμεταβάλλητε

συμμεταβάλλωσιν*

기원법단수 συμμεταβάλλοιμι

συμμεταβάλλοις

συμμεταβάλλοι

쌍수 συμμεταβάλλοιτον

συμμεταβαλλοίτην

복수 συμμεταβάλλοιμεν

συμμεταβάλλοιτε

συμμεταβάλλοιεν

명령법단수 συμμετάβαλλε

συμμεταβαλλέτω

쌍수 συμμεταβάλλετον

συμμεταβαλλέτων

복수 συμμεταβάλλετε

συμμεταβαλλόντων, συμμεταβαλλέτωσαν

부정사 συμμεταβάλλειν

분사 남성여성중성
συμμεταβαλλων

συμμεταβαλλοντος

συμμεταβαλλουσα

συμμεταβαλλουσης

συμμεταβαλλον

συμμεταβαλλοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμμεταβάλλομαι

συμμεταβάλλει, συμμεταβάλλῃ

συμμεταβάλλεται

쌍수 συμμεταβάλλεσθον

συμμεταβάλλεσθον

복수 συμμεταβαλλόμεθα

συμμεταβάλλεσθε

συμμεταβάλλονται

접속법단수 συμμεταβάλλωμαι

συμμεταβάλλῃ

συμμεταβάλληται

쌍수 συμμεταβάλλησθον

συμμεταβάλλησθον

복수 συμμεταβαλλώμεθα

συμμεταβάλλησθε

συμμεταβάλλωνται

기원법단수 συμμεταβαλλοίμην

συμμεταβάλλοιο

συμμεταβάλλοιτο

쌍수 συμμεταβάλλοισθον

συμμεταβαλλοίσθην

복수 συμμεταβαλλοίμεθα

συμμεταβάλλοισθε

συμμεταβάλλοιντο

명령법단수 συμμεταβάλλου

συμμεταβαλλέσθω

쌍수 συμμεταβάλλεσθον

συμμεταβαλλέσθων

복수 συμμεταβάλλεσθε

συμμεταβαλλέσθων, συμμεταβαλλέσθωσαν

부정사 συμμεταβάλλεσθαι

분사 남성여성중성
συμμεταβαλλομενος

συμμεταβαλλομενου

συμμεταβαλλομενη

συμμεταβαλλομενης

συμμεταβαλλομενον

συμμεταβαλλομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμμεταβαλῶ

συμμεταβαλεῖς

συμμεταβαλεῖ

쌍수 συμμεταβαλεῖτον

συμμεταβαλεῖτον

복수 συμμεταβαλοῦμεν

συμμεταβαλεῖτε

συμμεταβαλοῦσιν*

기원법단수 συμμεταβαλοῖμι

συμμεταβαλοῖς

συμμεταβαλοῖ

쌍수 συμμεταβαλοῖτον

συμμεταβαλοίτην

복수 συμμεταβαλοῖμεν

συμμεταβαλοῖτε

συμμεταβαλοῖεν

부정사 συμμεταβαλεῖν

분사 남성여성중성
συμμεταβαλων

συμμεταβαλουντος

συμμεταβαλουσα

συμμεταβαλουσης

συμμεταβαλουν

συμμεταβαλουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμμεταβαλοῦμαι

συμμεταβαλεῖ, συμμεταβαλῇ

συμμεταβαλεῖται

쌍수 συμμεταβαλεῖσθον

συμμεταβαλεῖσθον

복수 συμμεταβαλούμεθα

συμμεταβαλεῖσθε

συμμεταβαλοῦνται

기원법단수 συμμεταβαλοίμην

συμμεταβαλοῖο

συμμεταβαλοῖτο

쌍수 συμμεταβαλοῖσθον

συμμεταβαλοίσθην

복수 συμμεταβαλοίμεθα

συμμεταβαλοῖσθε

συμμεταβαλοῖντο

부정사 συμμεταβαλεῖσθαι

분사 남성여성중성
συμμεταβαλουμενος

συμμεταβαλουμενου

συμμεταβαλουμενη

συμμεταβαλουμενης

συμμεταβαλουμενον

συμμεταβαλουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "δῆλον δὲ τῷ μετακοσμούμενα ταῖσ οὐσίαισ ἕκαστα καὶ τὰσ χώρασ ἅμα συμμεταβάλλειν αἱ μὲν γὰρ διακρίσεισ ἀπὸ τοῦ μέσου τὴν ὕλην αἰρομένην ἄνω κύκλῳ διανέμουσιν αἱ δὲ συγκρίσεισ καὶ πυκνώσεισ πιέζουσι κάτω πρὸσ τὸ μέσον καὶ συνελαύνουσι. (Plutarch, De defectu oraculorum, section 2611)

    (플루타르코스, De defectu oraculorum, section 2611)

  • "μάλιστα δὲ τὸ φανταστικὸν ἐοίκε τῆσ ψυχῆσ ὑπὸ τοῦ σώματοσ ἀλλοιουμένου κρατεῖσθαι καὶ συμμεταβάλλειν, ὡσ δῆλόν ἐστιν ἀπὸ τῶν ὀνείρων· (Plutarch, De defectu oraculorum, section 5010)

    (플루타르코스, De defectu oraculorum, section 5010)

  • "σοὶ δοκῶ ἐλάττονα τῶν γεράνων νοῦν ἔχειν καὶ τῶν πελαργῶν, ὥστε ταῖσ ὡρ́αισ μὴ συμμεταβάλλειν τὰσ διαίτασ ; (Plutarch, Lucullus, chapter 39 4:1)

    (플루타르코스, Lucullus, chapter 39 4:1)

  • "ἐάσωμεν δὲ καὶ τὰσ φθορὰσ τὰσ κατὰ μέροσ παρ’ ἡμῖν ὑπό τε σεισμῶν καὶ αὐχμῶν καὶ ὄμβρων, αἷσ καὶ τὰ πνεύματα καὶ τὰ νάματα γηγενῆ φύσιν ἔχοντα συννοσεῖν ἀνάγκη καὶ συμμεταβάλλειν. (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 8, 16:24)

    (플루타르코스, Quaestiones Convivales, book 8, 16:24)

  • ἀνάγκη δὲ τοῖσ πάθεσι τούτοισ τούσ τε ὑπὸ γῆν πόρουσ συμμεταβάλλειν καὶ τὰ στόμια ἐνίοτε πλείω ὄντα κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν τὴν πέριξ. (Strabo, Geography, Book 6, chapter 2 16:5)

    (스트라본, 지리학, Book 6, chapter 2 16:5)

유의어

  1. to change along with

  2. to change with or together

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION