헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συλάω

α 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συλάω

형태분석: συλά (어간) + ω (인칭어미)

어원: su/lh

  1. 벌기다, 발기다, 박탈하다, 옷을 벗다, 빼앗다, 면도하다, 깎아내다, 깎다
  2. 약탈하다, 강탈하다, 빼앗다, 벌기다, 발기다
  3. 벗다, 벗기다, 옷을 벗다, 떼다, 빗나가게 하다, 빛나다, 앞으로 이끌다
  4. 실어나르다, 채어가다, 도둑질하다, 훔치다, 분리하다, 제거하다, 납치하다, 낚다
  1. to strip off, to strip off, to strip off from, strip, of, to be stript, robbed, deprived of
  2. to strip, to strip bare, pillage, plunder
  3. to strip off, to take off, out, took out, took, off
  4. to carry off, seize as spoil, booty, to be carried off as spoil, to be taken away, carries, away from

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συλῶ

(나는) 벌긴다

συλᾷς

(너는) 벌긴다

συλᾷ

(그는) 벌긴다

쌍수 συλᾶτον

(너희 둘은) 벌긴다

συλᾶτον

(그 둘은) 벌긴다

복수 συλῶμεν

(우리는) 벌긴다

συλᾶτε

(너희는) 벌긴다

συλῶσιν*

(그들은) 벌긴다

접속법단수 συλῶ

(나는) 벌기자

συλῇς

(너는) 벌기자

συλῇ

(그는) 벌기자

쌍수 συλῆτον

(너희 둘은) 벌기자

συλῆτον

(그 둘은) 벌기자

복수 συλῶμεν

(우리는) 벌기자

συλῆτε

(너희는) 벌기자

συλῶσιν*

(그들은) 벌기자

기원법단수 συλῷμι

(나는) 벌기기를 (바라다)

συλῷς

(너는) 벌기기를 (바라다)

συλῷ

(그는) 벌기기를 (바라다)

쌍수 συλῷτον

(너희 둘은) 벌기기를 (바라다)

συλῴτην

(그 둘은) 벌기기를 (바라다)

복수 συλῷμεν

(우리는) 벌기기를 (바라다)

συλῷτε

(너희는) 벌기기를 (바라다)

συλῷεν

(그들은) 벌기기를 (바라다)

명령법단수 σύλᾱ

(너는) 벌겨라

συλᾱ́τω

(그는) 벌겨라

쌍수 συλᾶτον

(너희 둘은) 벌겨라

συλᾱ́των

(그 둘은) 벌겨라

복수 συλᾶτε

(너희는) 벌겨라

συλώντων, συλᾱ́τωσαν

(그들은) 벌겨라

부정사 συλᾶν

벌기는 것

분사 남성여성중성
συλων

συλωντος

συλωσα

συλωσης

συλων

συλωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συλῶμαι

συλᾷ

συλᾶται

쌍수 συλᾶσθον

συλᾶσθον

복수 συλώμεθα

συλᾶσθε

συλῶνται

접속법단수 συλῶμαι

συλῇ

συλῆται

쌍수 συλῆσθον

συλῆσθον

복수 συλώμεθα

συλῆσθε

συλῶνται

기원법단수 συλῴμην

συλῷο

συλῷτο

쌍수 συλῷσθον

συλῴσθην

복수 συλῴμεθα

συλῷσθε

συλῷντο

명령법단수 συλῶ

συλᾱ́σθω

쌍수 συλᾶσθον

συλᾱ́σθων

복수 συλᾶσθε

συλᾱ́σθων, συλᾱ́σθωσαν

부정사 συλᾶσθαι

분사 남성여성중성
συλωμενος

συλωμενου

συλωμενη

συλωμενης

συλωμενον

συλωμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐσύλων

(나는) 벌기고 있었다

ἐσύλᾱς

(너는) 벌기고 있었다

ἐσύλᾱν*

(그는) 벌기고 있었다

쌍수 ἐσυλᾶτον

(너희 둘은) 벌기고 있었다

ἐσυλᾱ́την

(그 둘은) 벌기고 있었다

복수 ἐσυλῶμεν

(우리는) 벌기고 있었다

ἐσυλᾶτε

(너희는) 벌기고 있었다

ἐσύλων

(그들은) 벌기고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐσυλώμην

ἐσυλῶ

ἐσυλᾶτο

쌍수 ἐσυλᾶσθον

ἐσυλᾱ́σθην

복수 ἐσυλώμεθα

ἐσυλᾶσθε

ἐσυλῶντο

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀπογραψαμένων δὲ συχνῶν, τὰ πλοῖα τὰ πλέοντα εἰσ τὸν Πόντον ἐσύλων μετὰ προφάσεωσ εὐλόγου. (Aristotle, Economics, Book 2 42:3)

    (아리스토텔레스, 경제학, Book 2 42:3)

  • τοὺσ γὰρ ἔχοντασ ἀργύριον ἢ χρυσίον ἀποκτιννύντεσ ἐσύλων καὶ τὰ χρήματα τῶν ὑποζυγίων ἀφήρπαζον· (Plutarch, Antony, chapter 48 2:2)

    (플루타르코스, Antony, chapter 48 2:2)

  • ἀρχομένησ δὲ τῆσ ἡμέρασ ἑτέρουσ ἀκμῆτασ ἐκάλει τετρακισχιλίουσ, οἳ ἐσιόντεσ ἱερὸν Ἀπόλλωνοσ, οὗ τό τε ἄγαλμα κατάχρυσον ἦν καὶ δῶμα αὐτῷ χρυσήλατον ἀπὸ χιλίων ταλάντων σταθμοῦ περιέκειτο, ἐσύλων καὶ ταῖσ μαχαίραισ ἔκοπτον, ἀμελήσαντεσ τῶν ἐφεστώτων, ἑώσ ἐμερίσαντο καὶ ἐπὶ τὸ ἔργον ἐτράποντο. (Appian, The Foreign Wars, chapter 19 1:6)

    (아피아노스, The Foreign Wars, chapter 19 1:6)

  • ἔσ τε ἀτειχίστουσ πόλεισ ἐμπίπτοντεσ, καὶ ἑτέρων τὰ τείχη διορύττοντεσ ἢ κόπτοντεσ ἢ πολιορκίᾳ λαμβάνοντεσ, ἐσύλων· (Appian, The Foreign Wars, chapter 14 2:4)

    (아피아노스, The Foreign Wars, chapter 14 2:4)

  • ἔπειθ’ ὡσ οὐ κατελάμβανον, ὑποστρέφοντεσ τάσ τε μηχανὰσ ᾖρον καὶ τοὺσ νεκροὺσ ἐσύλων τήν τε ἀπολειφθεῖσαν λείαν συνῆγον καὶ μετὰ παιάνων εἰσ τὴν μητρόπολιν ἐπαλινδρόμουν, αὐτοὶ μὲν ὀλίγουσ ἀποβεβλημένοι παντάπασιν, τῶν δὲ Ῥωμαίων καὶ τῶν συμμάχων πεζοὺσ μὲν πεντακισχιλίουσ καὶ τριακοσίουσ ἀνῃρηκότεσ, ἱππεῖσ δὲ ὀγδοήκοντα καὶ τετρακοσίουσ. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 696:2)

    (플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 696:2)

유의어

  1. 벌기다

  2. 약탈하다

  3. 벗다

  4. 실어나르다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION