헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγκλείω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συγκλείω συγκλῄσω συγκέκλειμαι

형태분석: συγ (접두사) + κλεί (어간) + ω (인칭어미)

  1. 둘러싸다, 포위하다, 가두다, 에워싸다, 막다, 포함하다
  2. 닫다, 감다, 감기다, 덮다
  3. 가두다, 잠그다
  1. to shut or coop up, hem in, enclose, shut off and intercepted, muffled
  2. to set together to fight as in the lists
  3. to shut close, to close, shut the doors
  4. to lock, to close up, the part that was, closed up
  5. to be well linked

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκλείω

(나는) 둘러싼다

συγκλείεις

(너는) 둘러싼다

συγκλείει

(그는) 둘러싼다

쌍수 συγκλείετον

(너희 둘은) 둘러싼다

συγκλείετον

(그 둘은) 둘러싼다

복수 συγκλείομεν

(우리는) 둘러싼다

συγκλείετε

(너희는) 둘러싼다

συγκλείουσιν*

(그들은) 둘러싼다

접속법단수 συγκλείω

(나는) 둘러싸자

συγκλείῃς

(너는) 둘러싸자

συγκλείῃ

(그는) 둘러싸자

쌍수 συγκλείητον

(너희 둘은) 둘러싸자

συγκλείητον

(그 둘은) 둘러싸자

복수 συγκλείωμεν

(우리는) 둘러싸자

συγκλείητε

(너희는) 둘러싸자

συγκλείωσιν*

(그들은) 둘러싸자

기원법단수 συγκλείοιμι

(나는) 둘러싸기를 (바라다)

συγκλείοις

(너는) 둘러싸기를 (바라다)

συγκλείοι

(그는) 둘러싸기를 (바라다)

쌍수 συγκλείοιτον

(너희 둘은) 둘러싸기를 (바라다)

συγκλειοίτην

(그 둘은) 둘러싸기를 (바라다)

복수 συγκλείοιμεν

(우리는) 둘러싸기를 (바라다)

συγκλείοιτε

(너희는) 둘러싸기를 (바라다)

συγκλείοιεν

(그들은) 둘러싸기를 (바라다)

명령법단수 συγκλείε

(너는) 둘러싸라

συγκλειέτω

(그는) 둘러싸라

쌍수 συγκλείετον

(너희 둘은) 둘러싸라

συγκλειέτων

(그 둘은) 둘러싸라

복수 συγκλείετε

(너희는) 둘러싸라

συγκλειόντων, συγκλειέτωσαν

(그들은) 둘러싸라

부정사 συγκλείειν

둘러싸는 것

분사 남성여성중성
συγκλειων

συγκλειοντος

συγκλειουσα

συγκλειουσης

συγκλειον

συγκλειοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκλείομαι

(나는) 둘러싸여진다

συγκλείει, συγκλείῃ

(너는) 둘러싸여진다

συγκλείεται

(그는) 둘러싸여진다

쌍수 συγκλείεσθον

(너희 둘은) 둘러싸여진다

συγκλείεσθον

(그 둘은) 둘러싸여진다

복수 συγκλειόμεθα

(우리는) 둘러싸여진다

συγκλείεσθε

(너희는) 둘러싸여진다

συγκλείονται

(그들은) 둘러싸여진다

접속법단수 συγκλείωμαι

(나는) 둘러싸여지자

συγκλείῃ

(너는) 둘러싸여지자

συγκλείηται

(그는) 둘러싸여지자

쌍수 συγκλείησθον

(너희 둘은) 둘러싸여지자

συγκλείησθον

(그 둘은) 둘러싸여지자

복수 συγκλειώμεθα

(우리는) 둘러싸여지자

συγκλείησθε

(너희는) 둘러싸여지자

συγκλείωνται

(그들은) 둘러싸여지자

기원법단수 συγκλειοίμην

(나는) 둘러싸여지기를 (바라다)

συγκλείοιο

(너는) 둘러싸여지기를 (바라다)

συγκλείοιτο

(그는) 둘러싸여지기를 (바라다)

쌍수 συγκλείοισθον

(너희 둘은) 둘러싸여지기를 (바라다)

συγκλειοίσθην

(그 둘은) 둘러싸여지기를 (바라다)

복수 συγκλειοίμεθα

(우리는) 둘러싸여지기를 (바라다)

συγκλείοισθε

(너희는) 둘러싸여지기를 (바라다)

συγκλείοιντο

(그들은) 둘러싸여지기를 (바라다)

명령법단수 συγκλείου

(너는) 둘러싸여져라

συγκλειέσθω

(그는) 둘러싸여져라

쌍수 συγκλείεσθον

(너희 둘은) 둘러싸여져라

συγκλειέσθων

(그 둘은) 둘러싸여져라

복수 συγκλείεσθε

(너희는) 둘러싸여져라

συγκλειέσθων, συγκλειέσθωσαν

(그들은) 둘러싸여져라

부정사 συγκλείεσθαι

둘러싸여지는 것

분사 남성여성중성
συγκλειομενος

συγκλειομενου

συγκλειομενη

συγκλειομενης

συγκλειομενον

συγκλειομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνέκλειον

(나는) 둘러싸고 있었다

συνέκλειες

(너는) 둘러싸고 있었다

συνέκλειεν*

(그는) 둘러싸고 있었다

쌍수 συνεκλείετον

(너희 둘은) 둘러싸고 있었다

συνεκλειέτην

(그 둘은) 둘러싸고 있었다

복수 συνεκλείομεν

(우리는) 둘러싸고 있었다

συνεκλείετε

(너희는) 둘러싸고 있었다

συνέκλειον

(그들은) 둘러싸고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεκλειόμην

(나는) 둘러싸여지고 있었다

συνεκλείου

(너는) 둘러싸여지고 있었다

συνεκλείετο

(그는) 둘러싸여지고 있었다

쌍수 συνεκλείεσθον

(너희 둘은) 둘러싸여지고 있었다

συνεκλειέσθην

(그 둘은) 둘러싸여지고 있었다

복수 συνεκλειόμεθα

(우리는) 둘러싸여지고 있었다

συνεκλείεσθε

(너희는) 둘러싸여지고 있었다

συνεκλείοντο

(그들은) 둘러싸여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τρεῖσ τόπουσ οἱ βάρβαροι κατέλαβον τὸ κατ’ ἀρχὰσ, τὴν ἤπειρον, τὴν θάλατταν, τὴν πρὸ τῆσ Σαλαμῖνοσ νῆσον, ὅπωσ ἀκριβέστερον ἢ δικτύῳ συγκλείοιντο οἱ Ἕλληνεσ. (Aristides, Aelius, Orationes, 51:9)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 51:9)

유의어

  1. to set together to fight as in the lists

  2. 닫다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION