고전 발음: [] 신약 발음: []
기본형: συγκλείω συγκλῄσω συγκέκλειμαι
형태분석: συγ (접두사) + κλεί (어간) + ω (인칭어미)
능동태 | ||||
---|---|---|---|---|
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | συγκλείω (나는) 둘러싼다 |
συγκλείεις (너는) 둘러싼다 |
συγκλείει (그는) 둘러싼다 |
쌍수 | συγκλείετον (너희 둘은) 둘러싼다 |
συγκλείετον (그 둘은) 둘러싼다 |
||
복수 | συγκλείομεν (우리는) 둘러싼다 |
συγκλείετε (너희는) 둘러싼다 |
συγκλείουσιν* (그들은) 둘러싼다 |
|
접속법 | 단수 | συγκλείω (나는) 둘러싸자 |
συγκλείῃς (너는) 둘러싸자 |
συγκλείῃ (그는) 둘러싸자 |
쌍수 | συγκλείητον (너희 둘은) 둘러싸자 |
συγκλείητον (그 둘은) 둘러싸자 |
||
복수 | συγκλείωμεν (우리는) 둘러싸자 |
συγκλείητε (너희는) 둘러싸자 |
συγκλείωσιν* (그들은) 둘러싸자 |
|
기원법 | 단수 | συγκλείοιμι (나는) 둘러싸기를 (바라다) |
συγκλείοις (너는) 둘러싸기를 (바라다) |
συγκλείοι (그는) 둘러싸기를 (바라다) |
쌍수 | συγκλείοιτον (너희 둘은) 둘러싸기를 (바라다) |
συγκλειοίτην (그 둘은) 둘러싸기를 (바라다) |
||
복수 | συγκλείοιμεν (우리는) 둘러싸기를 (바라다) |
συγκλείοιτε (너희는) 둘러싸기를 (바라다) |
συγκλείοιεν (그들은) 둘러싸기를 (바라다) |
|
명령법 | 단수 | συγκλείε (너는) 둘러싸라 |
συγκλειέτω (그는) 둘러싸라 |
|
쌍수 | συγκλείετον (너희 둘은) 둘러싸라 |
συγκλειέτων (그 둘은) 둘러싸라 |
||
복수 | συγκλείετε (너희는) 둘러싸라 |
συγκλειόντων, συγκλειέτωσαν (그들은) 둘러싸라 |
||
부정사 | συγκλείειν 둘러싸는 것 |
|||
분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
συγκλειων συγκλειοντος | συγκλειουσα συγκλειουσης | συγκλειον συγκλειοντος | ||
중간태/수동태 | ||||
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | συγκλείομαι (나는) 둘러싸여진다 |
συγκλείει, συγκλείῃ (너는) 둘러싸여진다 |
συγκλείεται (그는) 둘러싸여진다 |
쌍수 | συγκλείεσθον (너희 둘은) 둘러싸여진다 |
συγκλείεσθον (그 둘은) 둘러싸여진다 |
||
복수 | συγκλειόμεθα (우리는) 둘러싸여진다 |
συγκλείεσθε (너희는) 둘러싸여진다 |
συγκλείονται (그들은) 둘러싸여진다 |
|
접속법 | 단수 | συγκλείωμαι (나는) 둘러싸여지자 |
συγκλείῃ (너는) 둘러싸여지자 |
συγκλείηται (그는) 둘러싸여지자 |
쌍수 | συγκλείησθον (너희 둘은) 둘러싸여지자 |
συγκλείησθον (그 둘은) 둘러싸여지자 |
||
복수 | συγκλειώμεθα (우리는) 둘러싸여지자 |
συγκλείησθε (너희는) 둘러싸여지자 |
συγκλείωνται (그들은) 둘러싸여지자 |
|
기원법 | 단수 | συγκλειοίμην (나는) 둘러싸여지기를 (바라다) |
συγκλείοιο (너는) 둘러싸여지기를 (바라다) |
συγκλείοιτο (그는) 둘러싸여지기를 (바라다) |
쌍수 | συγκλείοισθον (너희 둘은) 둘러싸여지기를 (바라다) |
συγκλειοίσθην (그 둘은) 둘러싸여지기를 (바라다) |
||
복수 | συγκλειοίμεθα (우리는) 둘러싸여지기를 (바라다) |
συγκλείοισθε (너희는) 둘러싸여지기를 (바라다) |
συγκλείοιντο (그들은) 둘러싸여지기를 (바라다) |
|
명령법 | 단수 | συγκλείου (너는) 둘러싸여져라 |
συγκλειέσθω (그는) 둘러싸여져라 |
|
쌍수 | συγκλείεσθον (너희 둘은) 둘러싸여져라 |
συγκλειέσθων (그 둘은) 둘러싸여져라 |
||
복수 | συγκλείεσθε (너희는) 둘러싸여져라 |
συγκλειέσθων, συγκλειέσθωσαν (그들은) 둘러싸여져라 |
||
부정사 | συγκλείεσθαι 둘러싸여지는 것 |
|||
분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
συγκλειομενος συγκλειομενου | συγκλειομενη συγκλειομενης | συγκλειομενον συγκλειομενου |
능동태 | ||||
---|---|---|---|---|
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | συνέκλειον (나는) 둘러싸고 있었다 |
συνέκλειες (너는) 둘러싸고 있었다 |
συνέκλειεν* (그는) 둘러싸고 있었다 |
쌍수 | συνεκλείετον (너희 둘은) 둘러싸고 있었다 |
συνεκλειέτην (그 둘은) 둘러싸고 있었다 |
||
복수 | συνεκλείομεν (우리는) 둘러싸고 있었다 |
συνεκλείετε (너희는) 둘러싸고 있었다 |
συνέκλειον (그들은) 둘러싸고 있었다 |
|
중간태/수동태 | ||||
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | συνεκλειόμην (나는) 둘러싸여지고 있었다 |
συνεκλείου (너는) 둘러싸여지고 있었다 |
συνεκλείετο (그는) 둘러싸여지고 있었다 |
쌍수 | συνεκλείεσθον (너희 둘은) 둘러싸여지고 있었다 |
συνεκλειέσθην (그 둘은) 둘러싸여지고 있었다 |
||
복수 | συνεκλειόμεθα (우리는) 둘러싸여지고 있었다 |
συνεκλείεσθε (너희는) 둘러싸여지고 있었다 |
συνεκλείοντο (그들은) 둘러싸여지고 있었다 |
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기고전 발음: [] 신약 발음: []
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기