Ancient Greek-English Dictionary Language

συγκεράννυμι

-νυμι athematic Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: συγκεράννυμι συγκεράσω συνεκράθην συγκεκραμαι

Structure: συγ (Prefix) + κεράννυ (Stem) + μι (Ending)

Sense

  1. to mix up with, commingle or blend with, temper by mixing with
  2. to mix together, commingle, to make a mixture
  3. to attemper, compose
  4. to be commingled, blended together
  5. to be formed by close union, to form a close
  6. to be closely attached to, to become involved in, deeply affected

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκεράννυμι συγκέραννυς συγκεράννυσιν*
Dual συγκεράννυτον συγκεράννυτον
Plural συγκεράννυμεν συγκεράννυτε συγκεραννύᾱσιν*
SubjunctiveSingular συγκεραννύω συγκεραννύῃς συγκεραννύῃ
Dual συγκεραννύητον συγκεραννύητον
Plural συγκεραννύωμεν συγκεραννύητε συγκεραννύωσιν*
OptativeSingular συγκεραννύοιμι συγκεραννύοις συγκεραννύοι
Dual συγκεραννύοιτον συγκεραννυοίτην
Plural συγκεραννύοιμεν συγκεραννύοιτε συγκεραννύοιεν
ImperativeSingular συγκέραννυ συγκεραννύτω
Dual συγκεράννυτον συγκεραννύτων
Plural συγκεράννυτε συγκεραννύντων
Infinitive συγκεραννύναι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκεραννῡς συγκεραννυντος συγκεραννῡσα συγκεραννῡσης συγκεραννυν συγκεραννυντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκεράννυμαι συγκεράννυσαι συγκεράννυται
Dual συγκεράννυσθον συγκεράννυσθον
Plural συγκεραννύμεθα συγκεράννυσθε συγκεράννυνται
SubjunctiveSingular συγκεραννύωμαι συγκεραννύῃ συγκεραννύηται
Dual συγκεραννύησθον συγκεραννύησθον
Plural συγκεραννυώμεθα συγκεραννύησθε συγκεραννύωνται
OptativeSingular συγκεραννυοίμην συγκεραννύοιο συγκεραννύοιτο
Dual συγκεραννύοισθον συγκεραννυοίσθην
Plural συγκεραννυοίμεθα συγκεραννύοισθε συγκεραννύοιντο
ImperativeSingular συγκεράννυσο συγκεραννύσθω
Dual συγκεράννυσθον συγκεραννύσθων
Plural συγκεράννυσθε συγκεραννύσθων
Infinitive συγκεράννυσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκεραννυμενος συγκεραννυμενου συγκεραννυμενη συγκεραννυμενης συγκεραννυμενον συγκεραννυμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκεράσω συγκεράσεις συγκεράσει
Dual συγκεράσετον συγκεράσετον
Plural συγκεράσομεν συγκεράσετε συγκεράσουσιν*
OptativeSingular συγκεράσοιμι συγκεράσοις συγκεράσοι
Dual συγκεράσοιτον συγκερασοίτην
Plural συγκεράσοιμεν συγκεράσοιτε συγκεράσοιεν
Infinitive συγκεράσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκερασων συγκερασοντος συγκερασουσα συγκερασουσης συγκερασον συγκερασοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκεράσομαι συγκεράσει, συγκεράσῃ συγκεράσεται
Dual συγκεράσεσθον συγκεράσεσθον
Plural συγκερασόμεθα συγκεράσεσθε συγκεράσονται
OptativeSingular συγκερασοίμην συγκεράσοιο συγκεράσοιτο
Dual συγκεράσοισθον συγκερασοίσθην
Plural συγκερασοίμεθα συγκεράσοισθε συγκεράσοιντο
Infinitive συγκεράσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκερασομενος συγκερασομενου συγκερασομενη συγκερασομενης συγκερασομενον συγκερασομενου
Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκραθήσομαι συγκραθήσῃ συγκραθήσεται
Dual συγκραθήσεσθον συγκραθήσεσθον
Plural συγκραθησόμεθα συγκραθήσεσθε συγκραθήσονται
OptativeSingular συγκραθησοίμην συγκραθήσοιο συγκραθήσοιτο
Dual συγκραθήσοισθον συγκραθησοίσθην
Plural συγκραθησοίμεθα συγκραθήσοισθε συγκραθήσοιντο
Infinitive συγκραθήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκραθησομενος συγκραθησομενου συγκραθησομενη συγκραθησομενης συγκραθησομενον συγκραθησομενου

Imperfect tense

Aorist tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ὅσον μὲν οὖν ἂν παλαιότατον ὂν τῆσ σαρκὸσ τακῇ, δύσπεπτον γιγνόμενον μελαίνει μὲν ὑπὸ παλαιᾶσ συγκαύσεωσ, διὰ δὲ τὸ πάντῃ διαβεβρῶσθαι πικρὸν ὂν παντὶ χαλεπὸν προσπίπτει τοῦ σώματοσ ὅσον ἂν μήπω διεφθαρμένον ᾖ, καὶ τοτὲ μὲν ἀντὶ τῆσ πικρότητοσ ὀξύτητα ἔσχεν τὸ μέλαν χρῶμα, ἀπολεπτυνθέντοσ μᾶλλον τοῦ πικροῦ, τοτὲ δὲ ἡ πικρότησ αὖ βαφεῖσα αἵματι χρῶμα ἔσχεν ἐρυθρώτερον, τοῦ δὲ μέλανοσ τούτῳ συγκεραννυμένου χλοῶδεσ· (Plato, Hippias Major, Hippias Minor, Ion, Menexenus, Cleitophon, Timaeus, Critias, Minos, Epinomis, 431:1)

Synonyms

  1. to mix up with

  2. to attemper

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION