- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγκατασπάω?

α 축약 동사; 로마알파벳 전사: synkataspaō 고전 발음: [슁까따빠오:] 신약 발음: [슁까따빠오]

기본형: συγκατασπάω συγκατασπάσω

형태분석: συγ (접두사) + κατασπά (어간) + ω (인칭어미)

  1. to pull down with oneself, which were at the same time brought
  2. to gulp down together

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκατάσπω

συγκατάσπᾳς

συγκατάσπᾳ

쌍수 συγκατάσπατον

συγκατάσπατον

복수 συγκατάσπωμεν

συγκατάσπατε

συγκατάσπωσι(ν)

접속법단수 συγκατάσπω

συγκατάσπῃς

συγκατάσπῃ

쌍수 συγκατάσπητον

συγκατάσπητον

복수 συγκατάσπωμεν

συγκατάσπητε

συγκατάσπωσι(ν)

기원법단수 συγκατάσπῳμι

συγκατάσπῳς

συγκατάσπῳ

쌍수 συγκατάσπῳτον

συγκατασπῷτην

복수 συγκατάσπῳμεν

συγκατάσπῳτε

συγκατάσπῳεν

명령법단수 συγκατᾶσπα

συγκατασπᾶτω

쌍수 συγκατάσπατον

συγκατασπᾶτων

복수 συγκατάσπατε

συγκατασπῶντων, συγκατασπᾶτωσαν

부정사 συγκατάσπαν

분사 남성여성중성
συγκατασπων

συγκατασπωντος

συγκατασπωσα

συγκατασπωσης

συγκατασπων

συγκατασπωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκατάσπωμαι

συγκατάσπᾳ

συγκατάσπαται

쌍수 συγκατάσπασθον

συγκατάσπασθον

복수 συγκατασπῶμεθα

συγκατάσπασθε

συγκατάσπωνται

접속법단수 συγκατάσπωμαι

συγκατάσπῃ

συγκατάσπηται

쌍수 συγκατάσπησθον

συγκατάσπησθον

복수 συγκατασπώμεθα

συγκατάσπησθε

συγκατάσπωνται

기원법단수 συγκατασπῷμην

συγκατάσπῳο

συγκατάσπῳτο

쌍수 συγκατάσπῳσθον

συγκατασπῷσθην

복수 συγκατασπῷμεθα

συγκατάσπῳσθε

συγκατάσπῳντο

명령법단수 συγκατάσπω

συγκατασπᾶσθω

쌍수 συγκατάσπασθον

συγκατασπᾶσθων

복수 συγκατάσπασθε

συγκατασπᾶσθων, συγκατασπᾶσθωσαν

부정사 συγκατάσπασθαι

분사 남성여성중성
συγκατασπωμενος

συγκατασπωμενου

συγκατασπωμενη

συγκατασπωμενης

συγκατασπωμενον

συγκατασπωμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to gulp down together

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION