Ancient Greek-English Dictionary Language

συγκαταίθω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συγκαταίθω

Structure: συγ (Prefix) + κατ (Prefix) + αί̓θ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to burn together

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκαταίθω συγκαταίθεις συγκαταίθει
Dual συγκαταίθετον συγκαταίθετον
Plural συγκαταίθομεν συγκαταίθετε συγκαταίθουσιν*
SubjunctiveSingular συγκαταίθω συγκαταίθῃς συγκαταίθῃ
Dual συγκαταίθητον συγκαταίθητον
Plural συγκαταίθωμεν συγκαταίθητε συγκαταίθωσιν*
OptativeSingular συγκαταίθοιμι συγκαταίθοις συγκαταίθοι
Dual συγκαταίθοιτον συγκαταιθοίτην
Plural συγκαταίθοιμεν συγκαταίθοιτε συγκαταίθοιεν
ImperativeSingular συγκαταίθε συγκαταιθέτω
Dual συγκαταίθετον συγκαταιθέτων
Plural συγκαταίθετε συγκαταιθόντων, συγκαταιθέτωσαν
Infinitive συγκαταίθειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκαταιθων συγκαταιθοντος συγκαταιθουσα συγκαταιθουσης συγκαταιθον συγκαταιθοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκαταίθομαι συγκαταίθει, συγκαταίθῃ συγκαταίθεται
Dual συγκαταίθεσθον συγκαταίθεσθον
Plural συγκαταιθόμεθα συγκαταίθεσθε συγκαταίθονται
SubjunctiveSingular συγκαταίθωμαι συγκαταίθῃ συγκαταίθηται
Dual συγκαταίθησθον συγκαταίθησθον
Plural συγκαταιθώμεθα συγκαταίθησθε συγκαταίθωνται
OptativeSingular συγκαταιθοίμην συγκαταίθοιο συγκαταίθοιτο
Dual συγκαταίθοισθον συγκαταιθοίσθην
Plural συγκαταιθοίμεθα συγκαταίθοισθε συγκαταίθοιντο
ImperativeSingular συγκαταίθου συγκαταιθέσθω
Dual συγκαταίθεσθον συγκαταιθέσθων
Plural συγκαταίθεσθε συγκαταιθέσθων, συγκαταιθέσθωσαν
Infinitive συγκαταίθεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκαταιθομενος συγκαταιθομενου συγκαταιθομενη συγκαταιθομενης συγκαταιθομενον συγκαταιθομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καὶ τὸν μέν, αἰτήσαντεσ ἐνοδίαν θεὸν Πλούτωνά τ’ ὀργὰσ εὐμενεῖσ κατασχεθεῖν λούσαντεσ ἁγνὸν λουτρόν, ἐν νεοσπάσιν θαλλοῖσ ὃ δὴ λέλειπτο συγκατῄθομεν, καὶ τύμβον ὀρθόκρανον οἰκείασ χθονὸσ χώσαντεσ αὖθισ πρὸσ λιθόστρωτον κόρησ νυμφεῖον Αἵδου κοῖλον εἰσεβαίνομεν. (Sophocles, Antigone, episode 1:9)

Synonyms

  1. to burn together

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION