Ancient Greek-English Dictionary Language

συγκάμνω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: συγκάμνω συγκαμοῦμαι συνέκαμον

Structure: συγ (Prefix) + κάμν (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to labour or suffer with, sympathise with
  2. to work, toil or travail with, to join in labour

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκάμνω συγκάμνεις συγκάμνει
Dual συγκάμνετον συγκάμνετον
Plural συγκάμνομεν συγκάμνετε συγκάμνουσιν*
SubjunctiveSingular συγκάμνω συγκάμνῃς συγκάμνῃ
Dual συγκάμνητον συγκάμνητον
Plural συγκάμνωμεν συγκάμνητε συγκάμνωσιν*
OptativeSingular συγκάμνοιμι συγκάμνοις συγκάμνοι
Dual συγκάμνοιτον συγκαμνοίτην
Plural συγκάμνοιμεν συγκάμνοιτε συγκάμνοιεν
ImperativeSingular συγκάμνε συγκαμνέτω
Dual συγκάμνετον συγκαμνέτων
Plural συγκάμνετε συγκαμνόντων, συγκαμνέτωσαν
Infinitive συγκάμνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκαμνων συγκαμνοντος συγκαμνουσα συγκαμνουσης συγκαμνον συγκαμνοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκάμνομαι συγκάμνει, συγκάμνῃ συγκάμνεται
Dual συγκάμνεσθον συγκάμνεσθον
Plural συγκαμνόμεθα συγκάμνεσθε συγκάμνονται
SubjunctiveSingular συγκάμνωμαι συγκάμνῃ συγκάμνηται
Dual συγκάμνησθον συγκάμνησθον
Plural συγκαμνώμεθα συγκάμνησθε συγκάμνωνται
OptativeSingular συγκαμνοίμην συγκάμνοιο συγκάμνοιτο
Dual συγκάμνοισθον συγκαμνοίσθην
Plural συγκαμνοίμεθα συγκάμνοισθε συγκάμνοιντο
ImperativeSingular συγκάμνου συγκαμνέσθω
Dual συγκάμνεσθον συγκαμνέσθων
Plural συγκάμνεσθε συγκαμνέσθων, συγκαμνέσθωσαν
Infinitive συγκάμνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκαμνομενος συγκαμνομενου συγκαμνομενη συγκαμνομενης συγκαμνομενον συγκαμνομενου

Imperfect tense

Aorist tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to labour or suffer with

  2. to work

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION