헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγκάμνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συγκάμνω συγκαμοῦμαι συνέκαμον

형태분석: συγ (접두사) + κάμν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 근무하다, 일하다, 공부하다, 작동하다
  1. to labour or suffer with, sympathise with
  2. to work, toil or travail with, to join in labour

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκάμνω

συγκάμνεις

συγκάμνει

쌍수 συγκάμνετον

συγκάμνετον

복수 συγκάμνομεν

συγκάμνετε

συγκάμνουσιν*

접속법단수 συγκάμνω

συγκάμνῃς

συγκάμνῃ

쌍수 συγκάμνητον

συγκάμνητον

복수 συγκάμνωμεν

συγκάμνητε

συγκάμνωσιν*

기원법단수 συγκάμνοιμι

συγκάμνοις

συγκάμνοι

쌍수 συγκάμνοιτον

συγκαμνοίτην

복수 συγκάμνοιμεν

συγκάμνοιτε

συγκάμνοιεν

명령법단수 συγκάμνε

συγκαμνέτω

쌍수 συγκάμνετον

συγκαμνέτων

복수 συγκάμνετε

συγκαμνόντων, συγκαμνέτωσαν

부정사 συγκάμνειν

분사 남성여성중성
συγκαμνων

συγκαμνοντος

συγκαμνουσα

συγκαμνουσης

συγκαμνον

συγκαμνοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκάμνομαι

συγκάμνει, συγκάμνῃ

συγκάμνεται

쌍수 συγκάμνεσθον

συγκάμνεσθον

복수 συγκαμνόμεθα

συγκάμνεσθε

συγκάμνονται

접속법단수 συγκάμνωμαι

συγκάμνῃ

συγκάμνηται

쌍수 συγκάμνησθον

συγκάμνησθον

복수 συγκαμνώμεθα

συγκάμνησθε

συγκάμνωνται

기원법단수 συγκαμνοίμην

συγκάμνοιο

συγκάμνοιτο

쌍수 συγκάμνοισθον

συγκαμνοίσθην

복수 συγκαμνοίμεθα

συγκάμνοισθε

συγκάμνοιντο

명령법단수 συγκάμνου

συγκαμνέσθω

쌍수 συγκάμνεσθον

συγκαμνέσθων

복수 συγκάμνεσθε

συγκαμνέσθων, συγκαμνέσθωσαν

부정사 συγκάμνεσθαι

분사 남성여성중성
συγκαμνομενος

συγκαμνομενου

συγκαμνομενη

συγκαμνομενης

συγκαμνομενον

συγκαμνομενου

미완료(Imperfect) 시제

단순 과거(Aorist) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • , ὅτι μάλιστα τῇ ψυχῇ συνεργεῖ τὸ σῶμα καὶ συγκάμνει, πλείστην ἐπιμέλειαν αὐτῷ καὶ θεραπείαν ἀποδιδόντασ καὶ τὴν καλὴν καὶ ἐράσμιον ὑγίειαν ὧν δίδωσιν ἀγαθῶν κάλλιστον ἡγουμένουσ διδόναι τὸ πρὸσ κτῆσιν ἀρετῆσ καὶ χρῆσιν ἔν τε λόγοισ καὶ πράξεσιν ἀκώλυτον αὐτῶν. (Plutarch, De tuenda sanitate praecepta, chapter, section 27 6:1)

    (플루타르코스, De tuenda sanitate praecepta, chapter, section 27 6:1)

유의어

  1. to labour or suffer with

  2. 근무하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION