Ancient Greek-English Dictionary Language

συγγενής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: συγγενής συγγενές

Structure: συγγενη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: gi/gnomai

Sense

  1. born with, congenital, innate, natural, inborn
  2. of the same family, akin to, related
  3. (substantive) kinsman, relative
  4. (neuter substantive) relationship
  5. (figuratively) akin, of like kind

Examples

  • ὁπόσα τε γίνεται πράγματα ἀντὶ σωμάτων ἢ σώματα ἀντὶ πραγμάτων, καὶ ἐφ’ ὧν ἐνθυμημάτων τε καὶ νοημάτων αἱ μεταξὺ παρεμπτώσεισ πολλαὶ γινόμεναι διὰ μακροῦ τὴν ἀκολουθίαν κομίζονται, τά τε σκολιὰ καὶ πολύπλοκα καὶ δυσεξέλικτα καὶ τὰ ἄλλα τὰ συγγενῆ τούτοισ. (Dionysius of Halicarnassus, De Thucydidis idiomatibus (epistula ad Ammaeum), chapter 2 3:2)
  • οὐκ ἀπῳδὰ δὲ καὶ τὰ πρὸ τούτων, ἀλλὰ τοῖσ Ἰλιακοῖσ συγγενῆ, Ἀχιλλέωσ ἐν Σκύρῳ παρθένευσισ καὶ Ὀδυσσέωσ μανία καὶ Φιλοκτήτου ἐρημία, καὶ ὅλωσ ἡ πᾶσα Ὀδύσσειοσ πλάνη καὶ Κίρκη καὶ Τηλέγονοσ καὶ ἡ Αἰόλου τῶν ἀνέμων δυναστεία καὶ τὰ ἄλλα μέχρι τῆσ τῶν μνηστήρων τιμωρίασ· (Lucian, De saltatione, (no name) 46:4)
  • πάνυ ἀκριβῶσ οἶδα, λέγω δὲ τὴν ἀπὸ τοῦ φιλο τὴν ἀρχὴν ἔχουσαν φιλαλήθησ τε γὰρ καὶ φιλόκαλοσ καὶ φιλαπλοϊκὸσ καὶ ὅσα τῷ φιλεῖσθαι συγγενῆ. (Lucian, Piscator, (no name) 20:10)
  • αὗταί σε βακχεύουσι συγγενῆ φόνον; (Euripides, episode, iambic 3:36)
  • τά τε σκολιὰ καὶ πολύπλοκα καὶ δυσεξέλικτα καὶ τὰ ἄλλα τὰ συγγενῆ τούτοισ. (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 24 2:7)

Synonyms

  1. born with

  2. of the same family

  3. akin

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION