헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγγενής

3군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συγγενής συγγενές

형태분석: συγγενη (어간) + ς (어미)

어원: gi/gnomai

  1. 타고난, 당연한, 자연스러운, 천부의, 고유의
  2. 친척의, 혈족의, 친족의, 동족의
  3. 친척의, 상대적, 인척의
  4. 친척의, 혈족의, 동족의
  1. born with, congenital, innate, natural, inborn
  2. of the same family, akin to, related
  3. (substantive) kinsman, relative
  4. (neuter substantive) relationship
  5. (figuratively) akin, of like kind

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 συγγενής

타고난 (이)가

σύγγενες

타고난 (것)가

속격 συγγενούς

타고난 (이)의

συγγένους

타고난 (것)의

여격 συγγενεί

타고난 (이)에게

συγγένει

타고난 (것)에게

대격 συγγενή

타고난 (이)를

σύγγενες

타고난 (것)를

호격 συγγενές

타고난 (이)야

σύγγενες

타고난 (것)야

쌍수주/대/호 συγγενεί

타고난 (이)들이

συγγένει

타고난 (것)들이

속/여 συγγενοίν

타고난 (이)들의

συγγένοιν

타고난 (것)들의

복수주격 συγγενείς

타고난 (이)들이

συγγένη

타고난 (것)들이

속격 συγγενών

타고난 (이)들의

συγγένων

타고난 (것)들의

여격 συγγενέσιν*

타고난 (이)들에게

συγγένεσιν*

타고난 (것)들에게

대격 συγγενείς

타고난 (이)들을

συγγένη

타고난 (것)들을

호격 συγγενείς

타고난 (이)들아

συγγένη

타고난 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • μηδενὸσ δ’ ὄντοσ φανεροῦ, δι’ ὃν κἂν ἀπέκτεινεν αὐτὸν ὁ βασιλεὺσ μηδὲν ὄντα ἢ συγγενοὺσ διὰ τῆσ εἰσποιήσεωσ ἢ τῶν ἄλλων τινόσ, ᾧ πλέον ὑπὲρ ὠφελείασ τῆσ Αἰγυπτίων ἐκ τοῦ προειδέναι τὰ μέλλοντα θαρρεῖν παρῆν, ἀπείχοντο τῆσ ἀναιρέσεωσ αὐτοῦ. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 2 293:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 2 293:1)

  • ὃσ ἂν κοιμηθῇ μετὰ τῆσ συγγενοῦσ αὐτοῦ, ἀσχημοσύνην τῆσ συγγενείασ αὐτοῦ ἀπεκάλυψεν, ἄτεκνοι ἀποθανοῦνται. (Septuagint, Liber Leviticus 20:20)

    (70인역 성경, 레위기 20:20)

  • ἀπὸ ὁράσεωσ γυναικὸσ ἑταίρασ καὶ ἀπὸ ἀποστροφῆσ προσώπου συγγενοῦσ, (Septuagint, Liber Sirach 41:22)

    (70인역 성경, Liber Sirach 41:22)

  • ἀδελφοὶ μὲν οὖν οὐκ ἦσαν ἀλλήλων οἱ Λάκωνεσ, συγγενοῦσ δὲ καὶ ἀδελφῆσ ἥψαντο πολιτείασ, ἀρχὴν τοιαύτην λαβόντεσ. (Plutarch, Agis, chapter 2 6:2)

    (플루타르코스, Agis, chapter 2 6:2)

  • "τί γὰρ εἰ συγγενοῦσ ἢ θεοῦ τινοσ ἐνταῦθα ψυχὴ κεχώρηκεν; (Plutarch, De esu carnium II, section 5 9:3)

    (플루타르코스, De esu carnium II, section 5 9:3)

  • καὶ μὴν καὶ τὸ ἑταιρικὸν οἰκειότερον ἐγένετο τοῦ συγγενοῦσ διὰ τὸ ἑτοιμότερον εἶναι ἀπροφασίστωσ τολμᾶν. (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 31 1:7)

    (디오니시오스, , chapter 31 1:7)

유의어

  1. 타고난

  2. 친척의

  3. 친척의

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION