Ancient Greek-English Dictionary Language

συγγενής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: συγγενής συγγενές

Structure: συγγενη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: gi/gnomai

Sense

  1. born with, congenital, innate, natural, inborn
  2. of the same family, akin to, related
  3. (substantive) kinsman, relative
  4. (neuter substantive) relationship
  5. (figuratively) akin, of like kind

Examples

  • ὥσπερ γὰρ οἱ τοῦ Φρυγίου αὐλοῦ ἀκούοντεσ οὐ πάντεσ μαίνονται, ἀλλ’ ὁπόσοι αὐτῶν τῇ Ῥέᾳ λαμβάνονται, οὗτοι δὲ πρὸσ τὸ μέλοσ ὑπομιμνήσκονται τοῦ πάθουσ, οὕτω δὴ καὶ φιλοσόφων ἀκούοντεσ οὐ πάντεσ ἔνθεοι καὶ τραυματίαι ἀπίασιν, ἀλλ’ οἷσ ὑπῆν τι ἐν τῇ φύσει φιλοσοφίασ συγγενέσ. (Lucian, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 37:7)
  • Τυδεὺσ μὲν αἷμα συγγενὲσ φεύγων χθονόσ. (Euripides, Suppliants, episode 1:40)
  • προσήκειν ὑμῖν τοὺσ τοιούτουσ ἢ οἰκεῖόν τι καὶ συγγενὲσ ἐπιδείκνυσθαι τῷ βίῳ; (Lucian, Piscator, (no name) 37:6)
  • τοῦτ’ ἐκεῖνο, <20κτᾶσθ’ ἑταίρουσ, μὴ τὸ συγγενὲσ μόνον20>· (Euripides, episode, trochees 2:30)
  • καὶ μὴν καὶ τὸ συγγενὲσ τοῦ ἑταιρικοῦ ἀλλοτριώτερον ἐγένετο διὰ τὸ ἑτοιμότερον εἶναι ἀπροφασίστωσ τολμᾶν. (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 31 1:2)

Synonyms

  1. born with

  2. of the same family

  3. akin

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION