Ancient Greek-English Dictionary Language

συγγενής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: συγγενής συγγενές

Structure: συγγενη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: gi/gnomai

Sense

  1. born with, congenital, innate, natural, inborn
  2. of the same family, akin to, related
  3. (substantive) kinsman, relative
  4. (neuter substantive) relationship
  5. (figuratively) akin, of like kind

Examples

  • ὁ δὲ Ἰάσων ἐποιεῖτο σφαγὰσ τῶν πολιτῶν τῶν ἰδίων ἀφειδῶσ, οὐ συννοῶν τὴν εἰσ τοὺσ συγγενεῖσ εὐημερίαν δυσημερίαν εἶναι τὴν μεγίστην. δοκῶν δὲ πολεμίων καὶ οὐχ ὁμοεθνῶν τρόπαια καταβάλλεσθαι, (Septuagint, Liber Maccabees II 5:6)
  • ΙΟΥΔΑΣ δὲ ὁ Μακκαβαῖοσ καὶ οἱ σὺν αὐτῷ παρεισπορευόμενοι λεληθότωσ εἰσ τὰσ κώμασ προσεκαλοῦντο τοὺσ συγγενεῖσ καὶ τοὺσ μεμενηκότασ ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ προσλαβόμενοι συνήγαγον εἰσ ἑξακισχιλίουσ. (Septuagint, Liber Maccabees II 8:1)
  • οἱ δὲ συνανακείμενοι συγγενεῖσ τὴν ἄστατον διάνοιαν αὐτοῦ θαυμάζοντεσ, προεφέροντο τάδε. (Septuagint, Liber Maccabees III 5:39)
  • τότε περιχαρεῖσ ἀναλύσαντεσ οἱ φίλοι καὶ συγγενεῖσ μετὰ πίστεωσ διέτασσον τὰσ δυνάμεισ ἐπὶ τοὺσ εὐκαιροτάτουσ τόπουσ τῆσ πόλεωσ πρὸσ τήρησιν. (Septuagint, Liber Maccabees III 5:44)
  • ἰδοὺ οἱ ἀφηγούμενοι οἴκου Ἰσραήλ, ἕκαστοσ πρὸσ τοὺσ συγγενεῖσ αὐτοῦ συνανεφύροντο ἐν σοί, ὅπωσ ἐκχέωσιν αἷμα. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 22:6)

Synonyms

  1. born with

  2. of the same family

  3. akin

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION