헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σκιρτάω

α 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σκιρτάω σκιρτήσω

형태분석: σκιρτά (어간) + ω (인칭어미)

어원: skai/rw

  1. 도약하다, 뛰다, 뛰어오르다, 제한하다
  1. to spring, leap, bound

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σκίρτω

(나는) 도약하다

σκίρτᾳς

(너는) 도약하다

σκίρτᾳ

(그는) 도약하다

쌍수 σκίρτᾱτον

(너희 둘은) 도약하다

σκίρτᾱτον

(그 둘은) 도약하다

복수 σκίρτωμεν

(우리는) 도약하다

σκίρτᾱτε

(너희는) 도약하다

σκίρτωσιν*

(그들은) 도약하다

접속법단수 σκίρτω

(나는) 도약하자

σκίρτῃς

(너는) 도약하자

σκίρτῃ

(그는) 도약하자

쌍수 σκίρτητον

(너희 둘은) 도약하자

σκίρτητον

(그 둘은) 도약하자

복수 σκίρτωμεν

(우리는) 도약하자

σκίρτητε

(너희는) 도약하자

σκίρτωσιν*

(그들은) 도약하자

기원법단수 σκίρτῳμι

(나는) 도약하기를 (바라다)

σκίρτῳς

(너는) 도약하기를 (바라다)

σκίρτῳ

(그는) 도약하기를 (바라다)

쌍수 σκίρτῳτον

(너희 둘은) 도약하기를 (바라다)

σκιρτῷτην

(그 둘은) 도약하기를 (바라다)

복수 σκίρτῳμεν

(우리는) 도약하기를 (바라다)

σκίρτῳτε

(너희는) 도약하기를 (바라다)

σκίρτῳεν

(그들은) 도약하기를 (바라다)

명령법단수 σκῖρτᾱ

(너는) 도약해라

σκιρτᾶτω

(그는) 도약해라

쌍수 σκίρτᾱτον

(너희 둘은) 도약해라

σκιρτᾶτων

(그 둘은) 도약해라

복수 σκίρτᾱτε

(너희는) 도약해라

σκιρτῶντων, σκιρτᾶτωσαν

(그들은) 도약해라

부정사 σκίρτᾱν

도약하는 것

분사 남성여성중성
σκιρτων

σκιρτωντος

σκιρτωσα

σκιρτωσης

σκιρτων

σκιρτωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σκίρτωμαι

(나는) 도약해지다

σκίρτᾳ

(너는) 도약해지다

σκίρτᾱται

(그는) 도약해지다

쌍수 σκίρτᾱσθον

(너희 둘은) 도약해지다

σκίρτᾱσθον

(그 둘은) 도약해지다

복수 σκιρτῶμεθα

(우리는) 도약해지다

σκίρτᾱσθε

(너희는) 도약해지다

σκίρτωνται

(그들은) 도약해지다

접속법단수 σκίρτωμαι

(나는) 도약해지자

σκίρτῃ

(너는) 도약해지자

σκίρτηται

(그는) 도약해지자

쌍수 σκίρτησθον

(너희 둘은) 도약해지자

σκίρτησθον

(그 둘은) 도약해지자

복수 σκιρτώμεθα

(우리는) 도약해지자

σκίρτησθε

(너희는) 도약해지자

σκίρτωνται

(그들은) 도약해지자

기원법단수 σκιρτῷμην

(나는) 도약해지기를 (바라다)

σκίρτῳο

(너는) 도약해지기를 (바라다)

σκίρτῳτο

(그는) 도약해지기를 (바라다)

쌍수 σκίρτῳσθον

(너희 둘은) 도약해지기를 (바라다)

σκιρτῷσθην

(그 둘은) 도약해지기를 (바라다)

복수 σκιρτῷμεθα

(우리는) 도약해지기를 (바라다)

σκίρτῳσθε

(너희는) 도약해지기를 (바라다)

σκίρτῳντο

(그들은) 도약해지기를 (바라다)

명령법단수 σκίρτω

(너는) 도약해져라

σκιρτᾶσθω

(그는) 도약해져라

쌍수 σκίρτᾱσθον

(너희 둘은) 도약해져라

σκιρτᾶσθων

(그 둘은) 도약해져라

복수 σκίρτᾱσθε

(너희는) 도약해져라

σκιρτᾶσθων, σκιρτᾶσθωσαν

(그들은) 도약해져라

부정사 σκίρτᾱσθαι

도약해지는 것

분사 남성여성중성
σκιρτωμενος

σκιρτωμενου

σκιρτωμενη

σκιρτωμενης

σκιρτωμενον

σκιρτωμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σκιρτήσω

(나는) 도약하겠다

σκιρτήσεις

(너는) 도약하겠다

σκιρτήσει

(그는) 도약하겠다

쌍수 σκιρτήσετον

(너희 둘은) 도약하겠다

σκιρτήσετον

(그 둘은) 도약하겠다

복수 σκιρτήσομεν

(우리는) 도약하겠다

σκιρτήσετε

(너희는) 도약하겠다

σκιρτήσουσιν*

(그들은) 도약하겠다

기원법단수 σκιρτήσοιμι

(나는) 도약하겠기를 (바라다)

σκιρτήσοις

(너는) 도약하겠기를 (바라다)

σκιρτήσοι

(그는) 도약하겠기를 (바라다)

쌍수 σκιρτήσοιτον

(너희 둘은) 도약하겠기를 (바라다)

σκιρτησοίτην

(그 둘은) 도약하겠기를 (바라다)

복수 σκιρτήσοιμεν

(우리는) 도약하겠기를 (바라다)

σκιρτήσοιτε

(너희는) 도약하겠기를 (바라다)

σκιρτήσοιεν

(그들은) 도약하겠기를 (바라다)

부정사 σκιρτήσειν

도약할 것

분사 남성여성중성
σκιρτησων

σκιρτησοντος

σκιρτησουσα

σκιρτησουσης

σκιρτησον

σκιρτησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σκιρτήσομαι

(나는) 도약해지겠다

σκιρτήσει, σκιρτήσῃ

(너는) 도약해지겠다

σκιρτήσεται

(그는) 도약해지겠다

쌍수 σκιρτήσεσθον

(너희 둘은) 도약해지겠다

σκιρτήσεσθον

(그 둘은) 도약해지겠다

복수 σκιρτησόμεθα

(우리는) 도약해지겠다

σκιρτήσεσθε

(너희는) 도약해지겠다

σκιρτήσονται

(그들은) 도약해지겠다

기원법단수 σκιρτησοίμην

(나는) 도약해지겠기를 (바라다)

σκιρτήσοιο

(너는) 도약해지겠기를 (바라다)

σκιρτήσοιτο

(그는) 도약해지겠기를 (바라다)

쌍수 σκιρτήσοισθον

(너희 둘은) 도약해지겠기를 (바라다)

σκιρτησοίσθην

(그 둘은) 도약해지겠기를 (바라다)

복수 σκιρτησοίμεθα

(우리는) 도약해지겠기를 (바라다)

σκιρτήσοισθε

(너희는) 도약해지겠기를 (바라다)

σκιρτήσοιντο

(그들은) 도약해지겠기를 (바라다)

부정사 σκιρτήσεσθαι

도약해질 것

분사 남성여성중성
σκιρτησομενος

σκιρτησομενου

σκιρτησομενη

σκιρτησομενης

σκιρτησομενον

σκιρτησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐσκῖρτων

(나는) 도약하고 있었다

ἐσκῖρτᾱς

(너는) 도약하고 있었다

ἐσκῖρτᾱν*

(그는) 도약하고 있었다

쌍수 ἐσκίρτᾱτον

(너희 둘은) 도약하고 있었다

ἐσκιρτᾶτην

(그 둘은) 도약하고 있었다

복수 ἐσκίρτωμεν

(우리는) 도약하고 있었다

ἐσκίρτᾱτε

(너희는) 도약하고 있었다

ἐσκῖρτων

(그들은) 도약하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐσκιρτῶμην

(나는) 도약해지고 있었다

ἐσκίρτω

(너는) 도약해지고 있었다

ἐσκίρτᾱτο

(그는) 도약해지고 있었다

쌍수 ἐσκίρτᾱσθον

(너희 둘은) 도약해지고 있었다

ἐσκιρτᾶσθην

(그 둘은) 도약해지고 있었다

복수 ἐσκιρτῶμεθα

(우리는) 도약해지고 있었다

ἐσκίρτᾱσθε

(너희는) 도약해지고 있었다

ἐσκίρτωντο

(그들은) 도약해지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • κύνα δὲ ὠκεῖαν εἰ μὴ ὁρῶσαν ἐπιλύσειασ, πλάζεται καὶ σκιρτᾷ καὶ ἔκφρων γίγνεται καὶ ἀνασοβεῖται. (Arrian, Cynegeticus, chapter 25 5:1)

    (아리아노스, Cynegeticus, chapter 25 5:1)

  • πᾶσ δὲ κατ’ οἴκουσ μάττει, πέττει, τίλλει, κόπτει, τέμνει, δεύει, χαίρει, παίζει, πηδᾷ, δειπνεῖ, πίνει, σκιρτᾷ, λορδοῖ, κεντεῖ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 67 4:4)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 67 4:4)

  • σκιρτᾷ δ’ ἀνέμων πνεύματα πάντων εἰσ ἄλληλα στάσιν ἀντίπνουν ἀποδεικνύμενα· (Aeschylus, Prometheus Bound, episode, anapests 1:3)

    (아이스킬로스, 결박된 프로메테우스, episode, anapests 1:3)

  • τῷ δὲ ἀεὶ συνέπεται δίκη τῶν ἀπολειπομένων τοῦ θείου νόμου τιμωρόσ, ἧσ ὁ μὲν εὐδαιμονήσειν μέλλων ἐχόμενοσ συνέπεται ταπεινὸσ καὶ κεκοσμημένοσ, ὁ δέ τισ ἐξαρθεὶσ ὑπὸ μεγαλαυχίασ, ἢ χρήμασιν ἐπαιρόμενοσ ἢ τιμαῖσ, ἢ καὶ σώματοσ εὐμορφίᾳ ἅμα νεότητι καὶ ἀνοίᾳ φλέγεται τὴν ψυχὴν μεθ’ ὕβρεωσ, ὡσ οὔτε ἄρχοντοσ οὔτε τινὸσ ἡγεμόνοσ δεόμενοσ, ἀλλὰ καὶ ἄλλοισ ἱκανὸσ ὢν ἡγεῖσθαι, καταλείπεται ἔρημοσ θεοῦ, καταλειφθεὶσ δὲ καὶ ἔτι ἄλλουσ τοιούτουσ προσλαβὼν σκιρτᾷ ταράττων πάντα ἅμα, καὶ πολλοῖσ τισιν ἔδοξεν εἶναί τισ, μετὰ δὲ χρόνον οὐ πολὺν ὑποσχὼν τιμωρίαν οὐ μεμπτὴν τῇ δίκῃ ἑαυτόν τε καὶ οἶκον καὶ πόλιν ἄρδην ἀνάστατον ἐποίησεν. (Plato, Laws, book 4 73:1)

    (플라톤, Laws, book 4 73:1)

  • τὰσ περὶ τὸν ὕπνον, ἦν δ’ ἐγώ, ἐγειρομένασ, ὅταν τὸ μὲν ἄλλο τῆσ ψυχῆσ εὕδῃ, ὅσον λογιστικὸν καὶ ἥμερον καὶ ἄρχον ἐκείνου, τὸ δὲ θηριῶδέσ τε καὶ ἄγριον, ἢ σίτων ἢ μέθησ πλησθέν, σκιρτᾷ τε καὶ ἀπωσάμενον τὸν ὕπνον ζητῇ ἰέναι καὶ ἀποπιμπλάναι τὰ αὑτοῦ ἤθη· (Plato, Republic, book 9 13:1)

    (플라톤, Republic, book 9 13:1)

  • ἐμοὶ δ’ ὁμιλῶν χρῶ τῇ φύσει, σκίρτα, γέλα, νόμιζε μηδὲν αἰσχρόν. (Aristophanes, Clouds, Agon, antepirrheme 1:13)

    (아리스토파네스, Clouds, Agon, antepirrheme 1:13)

유의어

  1. 도약하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION