Ancient Greek-English Dictionary Language

σαῦρος

Second declension Noun; Masculine 이형 동물 Transliteration:

Principal Part: σαῦρος σαύρου

Structure: σαυρ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. Alternative form of σαύρᾱ ‎(saúrā, “lizard”)
  2. horse mackerel

Declension

Second declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἠλακατῆνεσ, κυνὸσ οὐραῖον τῶν καρχαριῶν, νάρκη, βάτραχοσ, πέρκη, σαῦροσ , τριχίασ, φυκίσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 67 3:2)
  • σαῦροσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 1201)
  • Ἔφιπποσ δ’ ἐν Κύδωνι πολλῶν καὶ ἄλλων ἰχθύων κατάλογον ποιούμενοσ καὶ τοῦ σαύρου μνημονεύει διὰ τούτων θύννου τεμάχη, γλάνιδοσ, γαλεοῦ, ῥίνησ, γόγγρου, κεφάλου, πέρκησ, σαῦροσ, φυκίσ, βρίγκοσ, τρίγλη, κόκκυξ, φάγροσ, μύλλοσ, λεβίασ, σπάροσ, αἰολίασ, θρᾷττα, χελιδών, καρίσ, τευθίσ, ψῆττα, δρακαινίσ, πουλυπόδειον, σηπία, ὀρφώσ, κωβιόσ, ἀφύαι, βελόναι, κεστρεῖσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 120 1:5)
  • Μνησίμαχοσ δ’ ἐν Σ32Ἱπποτρόφῳ τῶν καρχαριῶν νάρκη, βάτραχοσ, πέρκη, σαῦροσ, τριχίασ, φυκίσ, βρίγκοσ, τρίγλη, κόκκυξ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 120 1:6)
  • "Σιμιχίδα, πᾷ δὴ τὸ μεσαμέριον πόδασ ἕλκεισ, ἁνίκα δὴ καὶ σαῦροσ ἐν αἱμασιαῖσι καθεύδει, οὐδ’ ἐπιτυμβίδιαι κορυδαλλίδεσ ἠλαίνοντι; (Theocritus, Idylls, 7)

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION