- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σαῦρος?

2군 변화 명사; 남성 이형 동물 로마알파벳 전사: sauros 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σαῦρος σαύρου

형태분석: σαυρ (어간) + ος (어미)

  1. σαύρα, σαύρας
  2. 전갱이 (물고기)
  1. Alternative form of σαύρᾱ ‎(saúrā, “lizard”)
  2. horse mackerel

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 σαῦρος

[[saura|]]가

σαύρω

[[saura|]]들이

σαῦροι

[[saura|]]들이

속격 σαύρου

[[saura|]]의

σαύροιν

[[saura|]]들의

σαύρων

[[saura|]]들의

여격 σαύρῳ

[[saura|]]에게

σαύροιν

[[saura|]]들에게

σαύροις

[[saura|]]들에게

대격 σαῦρον

[[saura|]]를

σαύρω

[[saura|]]들을

σαύρους

[[saura|]]들을

호격 σαῦρε

[[saura|]]야

σαύρω

[[saura|]]들아

σαῦροι

[[saura|]]들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ πρὸς τούτοις, ὦ ἄνδρες δικασταί, νομίζων, εἰ μὲν αὐτοῦ μένειν ἐπιχειροίην, ἐκδοθήσεσθαί με ὑπὸ τῆς πόλεως Σαύρῳ, εἰ δὲ ἄλλοσέ ποι τραποίμην, οὐδὲν αὐτῷ μελήσειν τῶν ἐμῶν λόγων, εἰ δὲ εἰσπλευσοίμην εἰς τὸν Πόντον, ἀποθανεῖσθαί με μετὰ τοῦ πατρός. (Dionysius of Halicarnassus, De Isocrate, chapter 206)

    (디오니시오스, De Isocrate, chapter 206)

  • ἠλακατῆνες, κυνὸς οὐραῖον τῶν καρχαριῶν, νάρκη, βάτραχος, πέρκη, σαῦρος , τριχίας, φυκίς. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 67 3:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 67 3:2)

  • σαῦρον κικλήσκουσι καὶ αἰολίην, ὀρφίσκον, πιότατον κεφαλῇ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 71 3:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 71 3:1)

  • ἄλλοτ ἐρυθρὸν κόκκυγ ἢ ὀλίγας πεμφηρίδας, ἄλλοτε σαῦρον, κύων καρχαρίας, περὶ τούτων φησὶν Ἀρχέστρατος ὁ τῶν ὀψοφάγων Ἡσίοδος ἢ Θέογνις: (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 84 1:4)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 84 1:4)

  • Ἐπίχαρμος δ ἐν Μούσαις ποικίλον εἶναί φησι τὸν σκορπίον σκορπίοι τε ποικίλοι γλαῦκοί τε, σαῦροι πίονες. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 115 1:5)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 115 1:5)

  • σαῦρος. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 1201)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 1201)

  • Ἔφιππος δ ἐν Κύδωνι πολλῶν καὶ ἄλλων ἰχθύων κατάλογον ποιούμενος καὶ τοῦ σαύρου μνημονεύει διὰ τούτων θύννου τεμάχη, γλάνιδος, γαλεοῦ, ῥίνης, γόγγρου, κεφάλου, πέρκης, σαῦρος, φυκίς, βρίγκος, τρίγλη, κόκκυξ, φάγρος, μύλλος, λεβίας, σπάρος, αἰολίας, θρᾷττα, χελιδών, καρίς, τευθίς, ψῆττα, δρακαινίς, πουλυπόδειον, σηπία, ὀρφώς, κωβιός, ἀφύαι, βελόναι, κεστρεῖς. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 120 1:5)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 120 1:5)

  • Μνησίμαχος δ ἐν Σ32Ἱπποτρόφῳ τῶν καρχαριῶν νάρκη, βάτραχος, πέρκη, σαῦρος, τριχίας, φυκίς, βρίγκος, τρίγλη, κόκκυξ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 120 1:6)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 120 1:6)

  • "Σιμιχίδα, πᾷ δὴ τὸ μεσαμέριον πόδας ἕλκεις, ἁνίκα δὴ καὶ σαῦρος ἐν αἱμασιαῖσι καθεύδει, οὐδ ἐπιτυμβίδιαι κορυδαλλίδες ἠλαίνοντι· (Theocritus, Idylls, 7)

    (테오크리토스, Idylls, 7)

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION