Ancient Greek-English Dictionary Language

ῥοδοδάκτυλος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ῥοδοδάκτυλος ῥοδοδάκτυλον

Structure: ῥοδοδακτυλ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. rosy-fingered

Examples

  • τοῖον ἐφεσπομένη ῥοδοδάκτυλοσ ἔννεπε Κύπρισ. (Colluthus, Rape of Helen, book 151)
  • καὶ φιλομειδῆ δὲ Ὅμηροσ ποιήσει καὶ λευκώλενον καὶ ῥοδοδάκτυλον, καὶ ὅλωσ τῇ χρυσῇ Ἀφροδίτῃ εἰκάσει πολὺ δικαιότερον ἢ τὴν τοῦ Βρισέωσ. (Lucian, Imagines, (no name) 8:4)
  • ἠε͂ν Ἄργοσ ὅθ’ ἵππιον λιποῦσα φεῦγε χρυσέα βοῦσ, εῦρυσθενέοσ φραδαῖσι φερτάτου Διόσ, Ἰνάχου ῥοδοδάκτυλοσ κόρα· (Bacchylides, , dithyrambs, ode 19 1:4)
  • εὖτ’ ἂν δ’ Ωἀρίων καὶ Σείριοσ ἐσ μέσον ἔλθῃ οὐρανόν, Ἀρκτοῦρον δ’ ἐσίδῃ ῥοδοδάκτυλοσ Ηώσ, ὦ Πέρση, τότε πάντασ ἀποδρέπεν οἴκαδε βότρυσ· (Hesiod, Works and Days, Book WD 68:1)
  • τὴν μὲν γὰρ ῥοδοδάκτυλον τίσ ἀγνοεῖ τῶν κἂν ἐπ’ ἐλάχιστον τῇ Ὁμήρου ποιήσει ὡμιληκότων ; (Lucian, Pro imaginibus, (no name) 26:6)
  • καθάριοσ γὰρ καὶ ῥοδοδάκτυλοσ καὶ ἐπισταμένωσ ὀρέγει τὸ ἔκπωμα, καὶ ὅ σε λυπεῖ μάλιστα, καὶ φιλεῖ ἥδιον τοῦ νέκταροσ. (Lucian, Dialogi deorum, 7:7)
  • διαφέρει δ’ εἰπεῖν, οἱο͂ν ῥοδοδάκτυλοσ ἠὼσ μᾶλλον ἢ φοινικοδάκτυλοσ, ἢ ἔτι φαυλότερον ἐρυθροδάκτυλοσ. (Aristotle, Rhetoric, Book 3, chapter 2 13:11)

Synonyms

  1. rosy-fingered

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION