Ancient Greek-English Dictionary Language

θεμιστοπόλος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: θεμιστοπόλος θεμιστοπόλον

Structure: θεμιστοπολ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: pole/w

Sense

  1. ministering law

Examples

  • ἕζετο δ’ ἐγγὺσ ὁδοῖο φίλον τετιημένη ἦτορ, Παρθενίῳ φρέατι, ὅθεν ὑδρεύοντο πολῖται, ἐν σκιῇ, αὐτὰρ ὕπερθε πεφύκει θάμνοσ ἐλαίησ, γρηὶ παλαιγενέι ἐναλίγκιοσ, ἥτε τόκοιο εἴργηται δώρων τε φιλοστεφάνου Ἀφροδίτησ, οἱαῖ́ τε τροφοί εἰσι θεμιστοπόλων βασιλήων παίδων καὶ ταμίαι κατὰ δώματα ἠχήεντα. (Anonymous, Homeric Hymns, 12:6)
  • ἐπί τοι πρέπει ὄμμασιν αἰδὼσ καὶ χάρισ, ὡσ εἴ πέρ τε θεμιστοπόλων βασιλήων. (Anonymous, Homeric Hymns, 23:2)

Synonyms

  1. ministering law

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION