헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

θαρρεω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: θαρρεω

형태분석: θαρρέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to be assertive, to be confident that

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 θάρρω

θάρρεις

θάρρει

쌍수 θάρρειτον

θάρρειτον

복수 θάρρουμεν

θάρρειτε

θάρρουσιν*

접속법단수 θάρρω

θάρρῃς

θάρρῃ

쌍수 θάρρητον

θάρρητον

복수 θάρρωμεν

θάρρητε

θάρρωσιν*

기원법단수 θάρροιμι

θάρροις

θάρροι

쌍수 θάρροιτον

θαρροίτην

복수 θάρροιμεν

θάρροιτε

θάρροιεν

명령법단수 θᾶρρει

θαρρεῖτω

쌍수 θάρρειτον

θαρρεῖτων

복수 θάρρειτε

θαρροῦντων, θαρρεῖτωσαν

부정사 θάρρειν

분사 남성여성중성
θαρρων

θαρρουντος

θαρρουσα

θαρρουσης

θαρρουν

θαρρουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 θάρρουμαι

θάρρει, θάρρῃ

θάρρειται

쌍수 θάρρεισθον

θάρρεισθον

복수 θαρροῦμεθα

θάρρεισθε

θάρρουνται

접속법단수 θάρρωμαι

θάρρῃ

θάρρηται

쌍수 θάρρησθον

θάρρησθον

복수 θαρρώμεθα

θάρρησθε

θάρρωνται

기원법단수 θαρροίμην

θάρροιο

θάρροιτο

쌍수 θάρροισθον

θαρροίσθην

복수 θαρροίμεθα

θάρροισθε

θάρροιντο

명령법단수 θάρρου

θαρρεῖσθω

쌍수 θάρρεισθον

θαρρεῖσθων

복수 θάρρεισθε

θαρρεῖσθων, θαρρεῖσθωσαν

부정사 θάρρεισθαι

분사 남성여성중성
θαρρουμενος

θαρρουμενου

θαρρουμενη

θαρρουμενης

θαρρουμενον

θαρρουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ὁ μέν, θάρρει, ἀδελφέ, ἔλεγεν. ὁ δέ, εὐγενῶσ καρτέρησον, (Septuagint, Liber Maccabees IV 13:11)

    (70인역 성경, Liber Maccabees IV 13:11)

  • θάρρει τοιγαροῦν, ὦ μήτηρ ἱερόψυχε, τὴν ἐλπίδα τῆσ ὑπομονῆσ βεβαίαν ἔχουσα πρὸσ τὸν Θεόν. (Septuagint, Liber Maccabees IV 17:4)

    (70인역 성경, Liber Maccabees IV 17:4)

  • σὺ δέ μοι θάρρει, ὦ ἑταῖρε, ὡσ οὐδενὶ τούτων ἐμοῦ χρησομένου· (Lucian, Apologia 24:2)

    (루키아노스, Apologia 24:2)

  • θάρρει δέ· (Lucian, Dearum judicium, (no name) 12:7)

    (루키아노스, Dearum judicium, (no name) 12:7)

  • θάρρει τούτου γε ἕνεκα. (Lucian, Dearum judicium, (no name) 15:4)

    (루키아노스, Dearum judicium, (no name) 15:4)

SEARCH

MENU NAVIGATION