Ancient Greek-English Dictionary Language

πωλέομαι

ε-contract Verb; 이상동사 Transliteration:

Principal Part: πωλέομαι

Structure: πωλέ (Stem) + ομαι (Ending)

Etym.: Frequent. of pole/omai

Sense

  1. to go up and down, go to and fro, to go or come frequently

Examples

  • κᾆτα δ’ ὡσ ἐκ τῶν ἀγρῶν ξυνῆλθεν οὑργάτησ λεώσ, τὸν τρόπον πωλούμενοσ τὸν αὐτὸν οὐκ ἐμάνθανεν, ἀλλ’ ἅτ’ ὢν ἄνευ γιγάρτων καὶ φιλῶν τὰσ ἰσχάδασ ἔβλεπεν πρὸσ τοὺσ λέγοντασ· (Aristophanes, Peace, Choral, epirrheme16)
  • "καταφρονεῖ σου Διογένησ, ὃσ ὑπὸ τῶν λῃστῶν πωλούμενοσ ἐκήρυττε, ’τίσ ὠνήσασθαι βούλεται δεσπότην; (Plutarch, An vitiositas ad infelicitatem sufficia, section 3 2:7)
  • "καταφρονεῖ σου Διογένησ, ὃσ ὑπὸ τῶν λῃστῶν πωλούμενοσ ἐκήρυττε τίσ ὠνήσασθαι βούλεται κύριον; (Plutarch, An vitiositas ad infelicitatem sufficia, section 3 6:4)
  • καὶ ὁ μὲν Πινδάρου Καινεὺσ βαλλόμενοσ οὐ τιτρώσκεται, ὁ δὲ τῶν Στωικῶν σοφὸσ ἐγκλειόμενοσ οὐ κωλύεται καὶ κατακρημνιζόμενοσ οὐκ ἀναγκάζεται καὶ στρεβλούμενοσ οὐ βασανίζεται καὶ πηρούμενοσ οὐ βλάπτεται καὶ πίπτων ἐν τῷ παλαίειν ἀήττητόσ ἐστι καὶ περιτειχιζόμενοσ ἀπολιόρκητοσ καὶ πωλούμενοσ; (Plutarch, Compendium Argumenti Stoicos absurdiora poetis dicere, section 1 2:1)
  • Διογένησ δὲ πωλούμενοσ ἔσκωπτε τὸν κήρυκα κατακείμενοσ· (Plutarch, De tranquilitate animi, section 4 1:4)

Synonyms

  1. to go up and down

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION