Ancient Greek-English Dictionary Language

προστιμάω

α-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: προστιμάω προστιμήσω

Structure: προς (Prefix) + τιμά (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to award further penalty, to adjudge, as a debt

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προστιμῶ προστιμᾷς προστιμᾷ
Dual προστιμᾶτον προστιμᾶτον
Plural προστιμῶμεν προστιμᾶτε προστιμῶσιν*
SubjunctiveSingular προστιμῶ προστιμῇς προστιμῇ
Dual προστιμῆτον προστιμῆτον
Plural προστιμῶμεν προστιμῆτε προστιμῶσιν*
OptativeSingular προστιμῷμι προστιμῷς προστιμῷ
Dual προστιμῷτον προστιμῴτην
Plural προστιμῷμεν προστιμῷτε προστιμῷεν
ImperativeSingular προστίμᾱ προστιμᾱ́τω
Dual προστιμᾶτον προστιμᾱ́των
Plural προστιμᾶτε προστιμώντων, προστιμᾱ́τωσαν
Infinitive προστιμᾶν
Participle MasculineFeminineNeuter
προστιμων προστιμωντος προστιμωσα προστιμωσης προστιμων προστιμωντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προστιμῶμαι προστιμᾷ προστιμᾶται
Dual προστιμᾶσθον προστιμᾶσθον
Plural προστιμώμεθα προστιμᾶσθε προστιμῶνται
SubjunctiveSingular προστιμῶμαι προστιμῇ προστιμῆται
Dual προστιμῆσθον προστιμῆσθον
Plural προστιμώμεθα προστιμῆσθε προστιμῶνται
OptativeSingular προστιμῴμην προστιμῷο προστιμῷτο
Dual προστιμῷσθον προστιμῴσθην
Plural προστιμῴμεθα προστιμῷσθε προστιμῷντο
ImperativeSingular προστιμῶ προστιμᾱ́σθω
Dual προστιμᾶσθον προστιμᾱ́σθων
Plural προστιμᾶσθε προστιμᾱ́σθων, προστιμᾱ́σθωσαν
Infinitive προστιμᾶσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προστιμωμενος προστιμωμενου προστιμωμενη προστιμωμενης προστιμωμενον προστιμωμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προστιμήσω προστιμήσεις προστιμήσει
Dual προστιμήσετον προστιμήσετον
Plural προστιμήσομεν προστιμήσετε προστιμήσουσιν*
OptativeSingular προστιμήσοιμι προστιμήσοις προστιμήσοι
Dual προστιμήσοιτον προστιμησοίτην
Plural προστιμήσοιμεν προστιμήσοιτε προστιμήσοιεν
Infinitive προστιμήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προστιμησων προστιμησοντος προστιμησουσα προστιμησουσης προστιμησον προστιμησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προστιμήσομαι προστιμήσει, προστιμήσῃ προστιμήσεται
Dual προστιμήσεσθον προστιμήσεσθον
Plural προστιμησόμεθα προστιμήσεσθε προστιμήσονται
OptativeSingular προστιμησοίμην προστιμήσοιο προστιμήσοιτο
Dual προστιμήσοισθον προστιμησοίσθην
Plural προστιμησοίμεθα προστιμήσοισθε προστιμήσοιντο
Infinitive προστιμήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προστιμησομενος προστιμησομενου προστιμησομενη προστιμησομενης προστιμησομενον προστιμησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καὶ μὴν οὐδ’ ἐκεῖνό γ’ ἂν εἴποισ, ὡσ ὅσοισ δεσμοῦ προστιμᾶται, τούτων μάλιστ’ ἢ τὰ μέγιστ’ ἀδικοῦσιν οἱ τελῶναι, ὥστε μόνοισ αὐτοῖσ μὴ μεταδοῦναι τοῦ νόμου. (Demosthenes, Speeches 21-30, 92:1)

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION