헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσσυνοικέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσσυνοικέω προσσυνοικήσω

형태분석: προς (접두사) + συν (접두사) + οἰκέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. ~에 접촉해 있다, 뛰어오르다, 뿌리다, ~에 원인이 있다, 심다
  1. to settle with, in, join with, in a settlement

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσσυνοίκω

(나는) ~에 접촉해 있는다

προσσυνοίκεις

(너는) ~에 접촉해 있는다

προσσυνοίκει

(그는) ~에 접촉해 있는다

쌍수 προσσυνοίκειτον

(너희 둘은) ~에 접촉해 있는다

προσσυνοίκειτον

(그 둘은) ~에 접촉해 있는다

복수 προσσυνοίκουμεν

(우리는) ~에 접촉해 있는다

προσσυνοίκειτε

(너희는) ~에 접촉해 있는다

προσσυνοίκουσιν*

(그들은) ~에 접촉해 있는다

접속법단수 προσσυνοίκω

(나는) ~에 접촉해 있자

προσσυνοίκῃς

(너는) ~에 접촉해 있자

προσσυνοίκῃ

(그는) ~에 접촉해 있자

쌍수 προσσυνοίκητον

(너희 둘은) ~에 접촉해 있자

προσσυνοίκητον

(그 둘은) ~에 접촉해 있자

복수 προσσυνοίκωμεν

(우리는) ~에 접촉해 있자

προσσυνοίκητε

(너희는) ~에 접촉해 있자

προσσυνοίκωσιν*

(그들은) ~에 접촉해 있자

기원법단수 προσσυνοίκοιμι

(나는) ~에 접촉해 있기를 (바라다)

προσσυνοίκοις

(너는) ~에 접촉해 있기를 (바라다)

προσσυνοίκοι

(그는) ~에 접촉해 있기를 (바라다)

쌍수 προσσυνοίκοιτον

(너희 둘은) ~에 접촉해 있기를 (바라다)

προσσυνοικοίτην

(그 둘은) ~에 접촉해 있기를 (바라다)

복수 προσσυνοίκοιμεν

(우리는) ~에 접촉해 있기를 (바라다)

προσσυνοίκοιτε

(너희는) ~에 접촉해 있기를 (바라다)

προσσυνοίκοιεν

(그들은) ~에 접촉해 있기를 (바라다)

명령법단수 προσσυνοῖκει

(너는) ~에 접촉해 있어라

προσσυνοικεῖτω

(그는) ~에 접촉해 있어라

쌍수 προσσυνοίκειτον

(너희 둘은) ~에 접촉해 있어라

προσσυνοικεῖτων

(그 둘은) ~에 접촉해 있어라

복수 προσσυνοίκειτε

(너희는) ~에 접촉해 있어라

προσσυνοικοῦντων, προσσυνοικεῖτωσαν

(그들은) ~에 접촉해 있어라

부정사 προσσυνοίκειν

~에 접촉해 있는 것

분사 남성여성중성
προσσυνοικων

προσσυνοικουντος

προσσυνοικουσα

προσσυνοικουσης

προσσυνοικουν

προσσυνοικουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσσυνοίκουμαι

προσσυνοίκει, προσσυνοίκῃ

προσσυνοίκειται

쌍수 προσσυνοίκεισθον

προσσυνοίκεισθον

복수 προσσυνοικοῦμεθα

προσσυνοίκεισθε

προσσυνοίκουνται

접속법단수 προσσυνοίκωμαι

προσσυνοίκῃ

προσσυνοίκηται

쌍수 προσσυνοίκησθον

προσσυνοίκησθον

복수 προσσυνοικώμεθα

προσσυνοίκησθε

προσσυνοίκωνται

기원법단수 προσσυνοικοίμην

προσσυνοίκοιο

προσσυνοίκοιτο

쌍수 προσσυνοίκοισθον

προσσυνοικοίσθην

복수 προσσυνοικοίμεθα

προσσυνοίκοισθε

προσσυνοίκοιντο

명령법단수 προσσυνοίκου

προσσυνοικεῖσθω

쌍수 προσσυνοίκεισθον

προσσυνοικεῖσθων

복수 προσσυνοίκεισθε

προσσυνοικεῖσθων, προσσυνοικεῖσθωσαν

부정사 προσσυνοίκεισθαι

분사 남성여성중성
προσσυνοικουμενος

προσσυνοικουμενου

προσσυνοικουμενη

προσσυνοικουμενης

προσσυνοικουμενον

προσσυνοικουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσσυνοικήσω

(나는) ~에 접촉해 있겠다

προσσυνοικήσεις

(너는) ~에 접촉해 있겠다

προσσυνοικήσει

(그는) ~에 접촉해 있겠다

쌍수 προσσυνοικήσετον

(너희 둘은) ~에 접촉해 있겠다

προσσυνοικήσετον

(그 둘은) ~에 접촉해 있겠다

복수 προσσυνοικήσομεν

(우리는) ~에 접촉해 있겠다

προσσυνοικήσετε

(너희는) ~에 접촉해 있겠다

προσσυνοικήσουσιν*

(그들은) ~에 접촉해 있겠다

기원법단수 προσσυνοικήσοιμι

(나는) ~에 접촉해 있겠기를 (바라다)

προσσυνοικήσοις

(너는) ~에 접촉해 있겠기를 (바라다)

προσσυνοικήσοι

(그는) ~에 접촉해 있겠기를 (바라다)

쌍수 προσσυνοικήσοιτον

(너희 둘은) ~에 접촉해 있겠기를 (바라다)

προσσυνοικησοίτην

(그 둘은) ~에 접촉해 있겠기를 (바라다)

복수 προσσυνοικήσοιμεν

(우리는) ~에 접촉해 있겠기를 (바라다)

προσσυνοικήσοιτε

(너희는) ~에 접촉해 있겠기를 (바라다)

προσσυνοικήσοιεν

(그들은) ~에 접촉해 있겠기를 (바라다)

부정사 προσσυνοικήσειν

~에 접촉해 있을 것

분사 남성여성중성
προσσυνοικησων

προσσυνοικησοντος

προσσυνοικησουσα

προσσυνοικησουσης

προσσυνοικησον

προσσυνοικησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσσυνοικήσομαι

προσσυνοικήσει, προσσυνοικήσῃ

προσσυνοικήσεται

쌍수 προσσυνοικήσεσθον

προσσυνοικήσεσθον

복수 προσσυνοικησόμεθα

προσσυνοικήσεσθε

προσσυνοικήσονται

기원법단수 προσσυνοικησοίμην

προσσυνοικήσοιο

προσσυνοικήσοιτο

쌍수 προσσυνοικήσοισθον

προσσυνοικησοίσθην

복수 προσσυνοικησοίμεθα

προσσυνοικήσοισθε

προσσυνοικήσοιντο

부정사 προσσυνοικήσεσθαι

분사 남성여성중성
προσσυνοικησομενος

προσσυνοικησομενου

προσσυνοικησομενη

προσσυνοικησομενης

προσσυνοικησομενον

προσσυνοικησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσσυνῴκουν

(나는) ~에 접촉해 있고 있었다

προσσυνῴκεις

(너는) ~에 접촉해 있고 있었다

προσσυνῴκειν*

(그는) ~에 접촉해 있고 있었다

쌍수 προσσυνῳκεῖτον

(너희 둘은) ~에 접촉해 있고 있었다

προσσυνῳκείτην

(그 둘은) ~에 접촉해 있고 있었다

복수 προσσυνῳκοῦμεν

(우리는) ~에 접촉해 있고 있었다

προσσυνῳκεῖτε

(너희는) ~에 접촉해 있고 있었다

προσσυνῴκουν

(그들은) ~에 접촉해 있고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσσυνῳκούμην

προσσυνῴκου

προσσυνῳκεῖτο

쌍수 προσσυνῳκεῖσθον

προσσυνῳκείσθην

복수 προσσυνῳκούμεθα

προσσυνῳκεῖσθε

προσσυνῳκοῦντο

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION