Ancient Greek-English Dictionary Language

προσορίζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: προσορίζω προσοριῶ

Structure: προς (Prefix) + ὁρίζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to include within the boundaries, add to a dominion
  2. to determine or fix besides
  3. he had, marked with other stones

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσορίζω προσορίζεις προσορίζει
Dual προσορίζετον προσορίζετον
Plural προσορίζομεν προσορίζετε προσορίζουσιν*
SubjunctiveSingular προσορίζω προσορίζῃς προσορίζῃ
Dual προσορίζητον προσορίζητον
Plural προσορίζωμεν προσορίζητε προσορίζωσιν*
OptativeSingular προσορίζοιμι προσορίζοις προσορίζοι
Dual προσορίζοιτον προσοριζοίτην
Plural προσορίζοιμεν προσορίζοιτε προσορίζοιεν
ImperativeSingular προσόριζε προσοριζέτω
Dual προσορίζετον προσοριζέτων
Plural προσορίζετε προσοριζόντων, προσοριζέτωσαν
Infinitive προσορίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προσοριζων προσοριζοντος προσοριζουσα προσοριζουσης προσοριζον προσοριζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσορίζομαι προσορίζει, προσορίζῃ προσορίζεται
Dual προσορίζεσθον προσορίζεσθον
Plural προσοριζόμεθα προσορίζεσθε προσορίζονται
SubjunctiveSingular προσορίζωμαι προσορίζῃ προσορίζηται
Dual προσορίζησθον προσορίζησθον
Plural προσοριζώμεθα προσορίζησθε προσορίζωνται
OptativeSingular προσοριζοίμην προσορίζοιο προσορίζοιτο
Dual προσορίζοισθον προσοριζοίσθην
Plural προσοριζοίμεθα προσορίζοισθε προσορίζοιντο
ImperativeSingular προσορίζου προσοριζέσθω
Dual προσορίζεσθον προσοριζέσθων
Plural προσορίζεσθε προσοριζέσθων, προσοριζέσθωσαν
Infinitive προσορίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προσοριζομενος προσοριζομενου προσοριζομενη προσοριζομενης προσοριζομενον προσοριζομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσορίω προσορίεις προσορίει
Dual προσορίειτον προσορίειτον
Plural προσορίουμεν προσορίειτε προσορίουσιν*
OptativeSingular προσορίοιμι προσορίοις προσορίοι
Dual προσορίοιτον προσοριοίτην
Plural προσορίοιμεν προσορίοιτε προσορίοιεν
Infinitive προσορίειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προσοριων προσοριουντος προσοριουσα προσοριουσης προσοριουν προσοριουντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσορίουμαι προσορίει, προσορίῃ προσορίειται
Dual προσορίεισθον προσορίεισθον
Plural προσοριοῦμεθα προσορίεισθε προσορίουνται
OptativeSingular προσοριοίμην προσορίοιο προσορίοιτο
Dual προσορίοισθον προσοριοίσθην
Plural προσοριοίμεθα προσορίοισθε προσορίοιντο
Infinitive προσορίεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προσοριουμενος προσοριουμενου προσοριουμενη προσοριουμενης προσοριουμενον προσοριουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to determine or fix besides

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION