헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσκλίνω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσκλίνω προσκλινῶ

형태분석: προς (접두사) + κλίν (어간) + ω (인칭어미)

  1. to make to lean against, put against, leans or stands against, thereon reclined
  2. to incline towards, to be attached to

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσκλίνω

προσκλίνεις

προσκλίνει

쌍수 προσκλίνετον

προσκλίνετον

복수 προσκλίνομεν

προσκλίνετε

προσκλίνουσιν*

접속법단수 προσκλίνω

προσκλίνῃς

προσκλίνῃ

쌍수 προσκλίνητον

προσκλίνητον

복수 προσκλίνωμεν

προσκλίνητε

προσκλίνωσιν*

기원법단수 προσκλίνοιμι

προσκλίνοις

προσκλίνοι

쌍수 προσκλίνοιτον

προσκλινοίτην

복수 προσκλίνοιμεν

προσκλίνοιτε

προσκλίνοιεν

명령법단수 προσκλίνε

προσκλινέτω

쌍수 προσκλίνετον

προσκλινέτων

복수 προσκλίνετε

προσκλινόντων, προσκλινέτωσαν

부정사 προσκλίνειν

분사 남성여성중성
προσκλινων

προσκλινοντος

προσκλινουσα

προσκλινουσης

προσκλινον

προσκλινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσκλίνομαι

προσκλίνει, προσκλίνῃ

προσκλίνεται

쌍수 προσκλίνεσθον

προσκλίνεσθον

복수 προσκλινόμεθα

προσκλίνεσθε

προσκλίνονται

접속법단수 προσκλίνωμαι

προσκλίνῃ

προσκλίνηται

쌍수 προσκλίνησθον

προσκλίνησθον

복수 προσκλινώμεθα

προσκλίνησθε

προσκλίνωνται

기원법단수 προσκλινοίμην

προσκλίνοιο

προσκλίνοιτο

쌍수 προσκλίνοισθον

προσκλινοίσθην

복수 προσκλινοίμεθα

προσκλίνοισθε

προσκλίνοιντο

명령법단수 προσκλίνου

προσκλινέσθω

쌍수 προσκλίνεσθον

προσκλινέσθων

복수 προσκλίνεσθε

προσκλινέσθων, προσκλινέσθωσαν

부정사 προσκλίνεσθαι

분사 남성여성중성
προσκλινομενος

προσκλινομενου

προσκλινομενη

προσκλινομενης

προσκλινομενον

προσκλινομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to incline towards

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION