- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσεπιρρίπτω?

비축약 동사; 로마알파벳 전사: prosepirriptō 고전 발음: [로세삐립또:] 신약 발음: [로새삐]

기본형: προσεπιρρίπτω προσεπιρρίψω

형태분석: προς (접두사) + ἐπι (접두사) + ῥίπτ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to throw to besides

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεπιρρίπτω

προσεπιρρίπτεις

προσεπιρρίπτει

쌍수 προσεπιρρίπτετον

προσεπιρρίπτετον

복수 προσεπιρρίπτομεν

προσεπιρρίπτετε

προσεπιρρίπτουσι(ν)

접속법단수 προσεπιρρίπτω

προσεπιρρίπτῃς

προσεπιρρίπτῃ

쌍수 προσεπιρρίπτητον

προσεπιρρίπτητον

복수 προσεπιρρίπτωμεν

προσεπιρρίπτητε

προσεπιρρίπτωσι(ν)

기원법단수 προσεπιρρίπτοιμι

προσεπιρρίπτοις

προσεπιρρίπτοι

쌍수 προσεπιρρίπτοιτον

προσεπιρριπτοίτην

복수 προσεπιρρίπτοιμεν

προσεπιρρίπτοιτε

προσεπιρρίπτοιεν

명령법단수 προσεπιρρίπτε

προσεπιρριπτέτω

쌍수 προσεπιρρίπτετον

προσεπιρριπτέτων

복수 προσεπιρρίπτετε

προσεπιρριπτόντων, προσεπιρριπτέτωσαν

부정사 προσεπιρρίπτειν

분사 남성여성중성
προσεπιρριπτων

προσεπιρριπτοντος

προσεπιρριπτουσα

προσεπιρριπτουσης

προσεπιρριπτον

προσεπιρριπτοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεπιρρίπτομαι

προσεπιρρίπτει, προσεπιρρίπτῃ

προσεπιρρίπτεται

쌍수 προσεπιρρίπτεσθον

προσεπιρρίπτεσθον

복수 προσεπιρριπτόμεθα

προσεπιρρίπτεσθε

προσεπιρρίπτονται

접속법단수 προσεπιρρίπτωμαι

προσεπιρρίπτῃ

προσεπιρρίπτηται

쌍수 προσεπιρρίπτησθον

προσεπιρρίπτησθον

복수 προσεπιρριπτώμεθα

προσεπιρρίπτησθε

προσεπιρρίπτωνται

기원법단수 προσεπιρριπτοίμην

προσεπιρρίπτοιο

προσεπιρρίπτοιτο

쌍수 προσεπιρρίπτοισθον

προσεπιρριπτοίσθην

복수 προσεπιρριπτοίμεθα

προσεπιρρίπτοισθε

προσεπιρρίπτοιντο

명령법단수 προσεπιρρίπτου

προσεπιρριπτέσθω

쌍수 προσεπιρρίπτεσθον

προσεπιρριπτέσθων

복수 προσεπιρρίπτεσθε

προσεπιρριπτέσθων, προσεπιρριπτέσθωσαν

부정사 προσεπιρρίπτεσθαι

분사 남성여성중성
προσεπιρριπτομενος

προσεπιρριπτομενου

προσεπιρριπτομενη

προσεπιρριπτομενης

προσεπιρριπτομενον

προσεπιρριπτομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεπιρρίψω

προσεπιρρίψεις

προσεπιρρίψει

쌍수 προσεπιρρίψετον

προσεπιρρίψετον

복수 προσεπιρρίψομεν

προσεπιρρίψετε

προσεπιρρίψουσι(ν)

기원법단수 προσεπιρρίψοιμι

προσεπιρρίψοις

προσεπιρρίψοι

쌍수 προσεπιρρίψοιτον

προσεπιρριψοίτην

복수 προσεπιρρίψοιμεν

προσεπιρρίψοιτε

προσεπιρρίψοιεν

부정사 προσεπιρρίψειν

분사 남성여성중성
προσεπιρριψων

προσεπιρριψοντος

προσεπιρριψουσα

προσεπιρριψουσης

προσεπιρριψον

προσεπιρριψοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεπιρρίψομαι

προσεπιρρίψει, προσεπιρρίψῃ

προσεπιρρίψεται

쌍수 προσεπιρρίψεσθον

προσεπιρρίψεσθον

복수 προσεπιρριψόμεθα

προσεπιρρίψεσθε

προσεπιρρίψονται

기원법단수 προσεπιρριψοίμην

προσεπιρρίψοιο

προσεπιρρίψοιτο

쌍수 προσεπιρρίψοισθον

προσεπιρριψοίσθην

복수 προσεπιρριψοίμεθα

προσεπιρρίψοισθε

προσεπιρρίψοιντο

부정사 προσεπιρρίψεσθαι

분사 남성여성중성
προσεπιρριψομενος

προσεπιρριψομενου

προσεπιρριψομενη

προσεπιρριψομενης

προσεπιρριψομενον

προσεπιρριψομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to throw to besides

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION