Ancient Greek-English Dictionary Language

προσεπιλαμβάνομαι

Non-contract Verb; 이상동사 자동번역 Transliteration:

Principal Part: προσεπιλαμβάνομαι προσεπιλήψομαι

Structure: προσεπιλαμβάν (Stem) + ομαι (Ending)

Sense

  1. to take part with, in, to help, in, besides

Conjugation

Present tense

Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσεπιλαμβάνομαι προσεπιλαμβάνει, προσεπιλαμβάνῃ προσεπιλαμβάνεται
Dual προσεπιλαμβάνεσθον προσεπιλαμβάνεσθον
Plural προσεπιλαμβανόμεθα προσεπιλαμβάνεσθε προσεπιλαμβάνονται
SubjunctiveSingular προσεπιλαμβάνωμαι προσεπιλαμβάνῃ προσεπιλαμβάνηται
Dual προσεπιλαμβάνησθον προσεπιλαμβάνησθον
Plural προσεπιλαμβανώμεθα προσεπιλαμβάνησθε προσεπιλαμβάνωνται
OptativeSingular προσεπιλαμβανοίμην προσεπιλαμβάνοιο προσεπιλαμβάνοιτο
Dual προσεπιλαμβάνοισθον προσεπιλαμβανοίσθην
Plural προσεπιλαμβανοίμεθα προσεπιλαμβάνοισθε προσεπιλαμβάνοιντο
ImperativeSingular προσεπιλαμβάνου προσεπιλαμβανέσθω
Dual προσεπιλαμβάνεσθον προσεπιλαμβανέσθων
Plural προσεπιλαμβάνεσθε προσεπιλαμβανέσθων, προσεπιλαμβανέσθωσαν
Infinitive προσεπιλαμβάνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προσεπιλαμβανομενος προσεπιλαμβανομενου προσεπιλαμβανομενη προσεπιλαμβανομενης προσεπιλαμβανομενον προσεπιλαμβανομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to take part with

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION