Ancient Greek-English Dictionary Language

προκλίνω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: προκλίνω προκλινῶ

Structure: προ (Prefix) + κλίν (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to lean forward

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προκλίνω προκλίνεις προκλίνει
Dual προκλίνετον προκλίνετον
Plural προκλίνομεν προκλίνετε προκλίνουσιν*
SubjunctiveSingular προκλίνω προκλίνῃς προκλίνῃ
Dual προκλίνητον προκλίνητον
Plural προκλίνωμεν προκλίνητε προκλίνωσιν*
OptativeSingular προκλίνοιμι προκλίνοις προκλίνοι
Dual προκλίνοιτον προκλινοίτην
Plural προκλίνοιμεν προκλίνοιτε προκλίνοιεν
ImperativeSingular προκλίνε προκλινέτω
Dual προκλίνετον προκλινέτων
Plural προκλίνετε προκλινόντων, προκλινέτωσαν
Infinitive προκλίνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προκλινων προκλινοντος προκλινουσα προκλινουσης προκλινον προκλινοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προκλίνομαι προκλίνει, προκλίνῃ προκλίνεται
Dual προκλίνεσθον προκλίνεσθον
Plural προκλινόμεθα προκλίνεσθε προκλίνονται
SubjunctiveSingular προκλίνωμαι προκλίνῃ προκλίνηται
Dual προκλίνησθον προκλίνησθον
Plural προκλινώμεθα προκλίνησθε προκλίνωνται
OptativeSingular προκλινοίμην προκλίνοιο προκλίνοιτο
Dual προκλίνοισθον προκλινοίσθην
Plural προκλινοίμεθα προκλίνοισθε προκλίνοιντο
ImperativeSingular προκλίνου προκλινέσθω
Dual προκλίνεσθον προκλινέσθων
Plural προκλίνεσθε προκλινέσθων, προκλινέσθωσαν
Infinitive προκλίνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προκλινομενος προκλινομενου προκλινομενη προκλινομενης προκλινομενον προκλινομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to lean forward

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION